APΔEYΣH ME YΦAΛMYPA NEPA
Όλα τα νερά που χρησιμοποιούνται για πότισμα, από οπουδήποτε και αν προέρχονται (πηγές, ποταμούς, υδατοφράκτες, γεωτρήσεις) περιέχουν πάντοτε ορισμένες ποσότητες διαλυτών αλάτων. Για το λόγο αυτό το νερό που χρησιμοποιείται για πότισμα θεωρείται η μεγαλύτερη πηγή αλάτων μέσα στο έδαφος. Άλλη πηγή αλάτων του εδάφους είναι η προσθήκη λιπασμάτων και εδαφοβελτιωτικών.
Η κατάταξη και εκτίμηση της ποιότητας του νερού που χρησιμοποιείται για πότισμα δεν είναι και τόσο εύκολη δουλειά. Και τούτο γιατί, εκτός από την ποσότητα των συνολικών αλάτων και το είδος τους, πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως είναι το έδαφος, το είδος της φυτείας, οι κλιματολογικές συνθήκες, η μέθοδος και η συχνότητα ποτίσματος και η εμπειρία του γεωργού.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΠΟΤΙΣΜΑΤΟΣ
Τo νερό ποτίσματος μπορεί να διαφέρει σημαντικά όσον αφορά την ποιότητα του ανάλογα με το είδος και την ποσότητα των υδατοδιαλυτών αλάτων. Τα άλατα βρίσκονται στο νερό ποτίσματος σε σχετικά μικρές αλλά σημαντικές ποσότητες. Με το πότισμα τα άλατα που βρίσκονται στο νερό παραμένουν στο έδαφος ενώ το νερό εξατμίζεται ή χρησιμοποιείται από τα φυτά.
Η καταλληλότητα του νερού ποτίσματος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη συνολική συγκέντρωση των υδατοδιαλυτών αλάτων αλλά και από το είδος των επιμέρους ιόντων. Με την αύξηση των υδατοδιαλυτών αλάτων παρουσιάζονται διάφορα προβλήματα στα εδάφη και τις φυτείες, με αποτέλεσμα την ανάγκη εκτέλεσης ειδικών καλλιεργητικών φροντίδων για διατήρηση ικανοποιητικών επιπέδων παραγωγής.
Γενικά η προσέγγιση που θα ακολουθηθεί για την εκτίμηση της καταλληλότητας του νερού για πότισμα είναι εκείνη που εκτιμά τη δυνατότητα δημιουργίας προβλημάτων ή μείωση της παραγωγής από τη μακροχρόνια χρήση υφάλμυρων νερών.
Τα κύρια χαρακτηριστικά που συνήθως χρησιμοποιούνται για ταξινόμηση της ποιότητας του νερού για πότισμα είναι:
- Η αλατότητα, δηλαδή η συνολική συγκέντρωση υδατοδιαλυτών αλάτων,
- η διηθητικότητα, δηλαδή ή συγκέντρωση ιόντων Νατρίου σε συσχετισμό με το Ασβέστιο και Μαγνήσιο,
- η τοξικότητα, δηλαδή η συγκέντρωση ιόντων Βορίου, Νατρίου, Χλωρίου, κτλ., τα οποία μπορεί να είναι τοξικά στην ανάπτυξη των φυτών,
- μια γενική κατηγορία με διάφορα προβλήματα.
Η ταξινόμηση αυτή είναι σήμερα αποδεκτή από όλους. Αποτελεί μια πρακτική και απλή μέθοδο που εύκολα γίνεται κατανοητή. Όμως η ταξινόμηση αυτή πρέπει να θεωρείται σαν διαχειριστικό μέτρο που σκοπό έχει να βοηθήσει στην καλύτερη αντίληψη των προβλημάτων που μπορεί να δημιουργήσει στο έδαφος και τα φυτά η ποιότητα του νερού ποτίσματος. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές είναι το πρώτο βήμα για υπόδειξη των περιορισμών χρήσης του νερού αλλά από μόνες τους δεν είναι ικανοποιητικές.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΛΑΤΟΤΗΤΑΣ
Με τον όρο αλατότητα εννοούμε τη μείωση της διαθεσιμότητας του νερού από τις διάφορες καλλιέργειες με αποτέλεσμα τον επηρεασμό της παραγωγής.
Η αλατότητα, δηλαδή η συνολική συγκέντρωση των υδατοδιαλυτών αλάτων, είναι το πιο απλό και χαρακτηριστικό κριτήριο που χρησιμοποιείται κατά την εκτίμηση του νερού ποτίσματος. Η σημασία της αλατότητας έγκειται στο γεγονός ότι οι περισσότερες καλλιέργειες αντιδρούν στη συνολική συγκέντρωση αλάτων στο διάλυμα παρά στα επιμέρους ειδικά ιόντα.
Η συνολική συγκέντρωση αλάτων εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Οι πιο συνηθισμένοι τρόποι είναι σε μονάδες ηλεκτρικής αγωγιμότητας (dS/m) ή σε μέρη στο εκατομμύριο (μ.σ.ε.).
Με βάση λοιπόν την ηλεκτρική αγωγιμότητα τα νερά κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες:
- Νερά με ηλεκτρική αγωγιμότητα μέχρι 0,75 dS/m.
- Νερά με ηλεκτρική αγωγιμότητα από 0,75 – 3,00 dS/m
- Nερά με ηλεκτρική αγωγιμότητα μεγαλύτερη από 3,00 dS/m
Tα νερά της πρώτης κατηγορίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το πότισμα όλων των καλλιεργειών χωρίς κανένα πρόβλημα. Τα νερά της δεύτερης κατηγορίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το πότισμα φυτών σχετικά ανθεκτικών στα άλατα και σε εδάφη που να επιτρέπουν το ξέπλυμα των αλάτων από το ριζόστρωμα. Η χρήση των νερών της τρίτης κατηγορίας γίνεται σε φυτά ανθεκτικά στα άλατα και σε εδάφη ελαφρά ώστε να γίνεται εύκολα το ξέπλυμα των αλάτων. Η κατάταξη αυτή με τα κυπριακά δεδομένα θεωρείται πολύ αυστηρή. Στην πράξη χρησιμοποιούνται νερά με μεγαλύτερη ηλεκτρική αγωγιμότητα από 3,00 dS/m σε ανθεκτικές στα άλατα καλλιέργειες με πολύ καλά αποτελέσματα.
Η εκτίμηση της καταλληλότητας του νερού άρδευσης μόνον από τη συνολική συγκέντρωση αλάτων μπορεί να δώσει λανθασμένα αποτελέσματα. Η εκτίμηση με βάση την αλατότητα μπορεί να θεωρείται σαν η πιο απλή και εύκολη μέθοδος αλλά πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάτε και με άλλους παράγοντες για να μην εξάγονται λανθασμένα συμπεράσματα.
Αύξηση αλατότητας του εδάφους
Με κάθε πότισμα προστίθενται άλατα στο έδαφος. Αυτά τα άλατα μειώνουν την παραγωγή, αν συγκεντρωθούν στο ριζόστρωμα των φυτών σε μεγάλες συγκεντρώσεις. Τα φυτά αφαιρούν το μεγαλύτερο μέρος του νερού ποτίσματος με την εξατμισοδιαπνοή αλλά ένα σημαντικό μέρος των αλάτων παραμένει μέσα στο έδαφος. Ένα μέρος των αλάτων πρέπει να ξεπλυθεί κάτω από το ριζικό σύστημα των φυτών πριν η συγκέντρωση επηρεάσει την παραγωγή. Το ξέπλυμα γίνεται με την εφαρμογή μεγαλύτερων ποσοτήτων νερού έτσι ώστε μέρος του να περάσει κάτω από το ριζόστρωμα και να μεταφέρει μαζί του μέρος των αλάτων που συγκεντρώθηκαν. Μετά από αρκετά ποτίσματα η συγκέντρωση των αλάτων στο έδαφος σταθεροποιείται και εξαρτάται από την αλατότητα του νερού ποτίσματος και το βαθμό ξεπλύματος. Ψηλός βαθμός ξεπλύματος έχει σαν αποτέλεσμα μικρότερη συγκέντρωση αλάτων σε σύγκριση με χαμηλό βαθμό ξεπλύματος.
Επίδραση της αλατότητας στις φυτείες
Ο πρωταρχικός αντικειμενικός σκοπός της άρδευσης είναι η προμήθεια των καλλιεργειών, σε κατάλληλες χρονικές περιόδους, ικανοποιητικής ποσότητας νερού έτσι ώστε να αποφεύγεται μείωση της παραγωγής λόγω εκτεταμένων περιόδων έλλειψης νερού κατά τη διάρκεια ευαίσθητων σταδίων ανάπτυξης των φυτών. Ταυτόχρονα όμως, κατά τη διάρκεια διαδοχικών αρδεύσεων τα άλατα που περιέχονται στο νερό άρδευσης συγκεντρώνονται στο έδαφος και μειώνουν τη διαθεσιμότητα του νερού από τα φυτά. Η κατανόηση αυτής της διαδικασίας θα βοηθήσει στην καλύτερη εφαρμογή των εισηγούμενων μέτρων διαχείρισης των προβλημάτων αλατότητας.
Η επίδραση της αλατότητας στην ανάπτυξη των καλλιεργειών χαρακτηρίζεται σαν η μείωση της ικανότητας πρόσληψης υγρασίας από τα φυτά. Η επίδραση αυτή οφείλεται τόσο στην αύξηση της οσμωτικής πίεσης του εδαφικού διαλύματος όσο και στη δύναμη που συγκρατείται η εδαφική υγρασία. Για παράδειγμα, αν δύο εδάφη είναι κατά τα άλλα τα ίδια και περιέχουν το ίδιο ποσοστό υγρασίας και το ένα είναι ελεύθερο αλάτων, ενώ το άλλο αλμυρό, τα φυτά μπορούν να χρησιμοποιήσουν περισσότερο από το διαθέσιμο νερό από το έδαφος που δεν περιέχει άλατα.
Διαχείριση προβλημάτων αλατότητας
Η διαχείριση των προβλημάτων αλατότητας έχει σκοπό τη διατήρηση μιας αποδεκτής ποιότητας και παραγωγής γεωργικών προϊόντων. Υπάρχουν πολλοί τρόποι διαχείρισης προβλημάτων αλατότητας αλλά αυτοί δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται μεμονωμένα. Στην πράξη χρησιμοποιείται συνδυασμός τούτων για επίλυση του προβλήματος.
Οι βασικότεροι τρόποι διαχείρισης προβλημάτων αλατότητας είναι η επιλογή της κατάλληλης φυτείας, η συνεχής διατήρηση της διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας σε ψηλά επίπεδα, η χρήση του κατάλληλου συστήματος άρδευσης, το ξέπλυμα των αλάτων, διάφορες καλλιεργητικές φροντίδες και αλλαγή ή ανάμειξη διαθέσιμων πηγών νερού. Στη συνέχεια θα αναλύσουμε τους βασικότερους τρόπους διαχείρισης:
- Επιλογή κατάλληλης φυτείας: Όλες οι φυτείες δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στην αλατότητα. Μερικές σε μεγαλύτερη αλατότητα εδάφους παράγουν ικανοποιητικές αποδόσεις γεωργικών προϊόντων παρά κάποιες άλλες. Αυτό οφείλεται στην ικανότητα των φυτών να απορροφούν περισσότερο νερό από ένα αλμυρό έδαφος.
- Διατήρηση της διαθέσιμης υδατικής υγρασίας σε ψηλά επίπεδα: Ένας από τους βασικούς στόχους της διατήρησης της εδαφικής υγρασίας σε ψηλά επίπεδα είναι η μείωση της αλατότητας του εδαφικού διαλύματος. Έτσι μειώνεται η δύναμη που πρέπει να καταβάλλουν οι διάφορες φυτείες για απορρόφηση της εδαφικής υγρασίας. Η διατήρηση της διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας σε ψηλά επίπεδα τότε μόνο μπορεί να επιτευχθεί, αν υπάρχουν εγκαταστημένα Βελτιωμένα Συστήμα Άρδευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση του συστήματος των σταγόνων όπου η άρδευση γίνεται σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα και η διαθέσιμη υγρασία διατηρείται σε ψηλά επίπεδα. Έτσι, οι φυτείες ανταποκρίνονται πολύ πιο θετικά, παρά αν ποτίζονταν με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο.
- Ξέπλυμα αλάτων: Τα περισσότερα από τα άλατα του νερού ποτίσματος που μένουν στο έδαφος μετά την πρόσληψη του νερού από τα φυτά είναι διαλυτά και πρέπει να ξεπλυθούν. Σκοπός του ξεπλύματος είναι η διατήρηση της αλατότητας του εδάφους σε τέτοια επίπεδα ώστε να επιτυγχάνεται ικανοποιητική παραγωγή. Το ξέπλυμα γίνεται βασικά πριν την έναρξη της καλλιεργητικής περιόδου αλλά μπορεί να γίνει και κατά τη διάρκειά της. Με τη μέθοδο της συνδυασμένης άρδευσης-λίπανσης, ιδιαίτερα στα λαχανικά που ποτίζονται με το σύστημα των σταγόνων, συστήνεται να εφαρμόζεται ένα συνεχές ξέπλυμα των αλάτων κάθε φορά που ποτίζουμε. Στις περιπτώσεις εκείνες που χρησιμοποιούνται τα συστήματα εκτοξευτήρων χαμηλής παροχής ή μίνι σπρίνκλερς στα λαχανικά και τα δέντρα, αντίστοιχα, το ξέπλυμα των αλάτων δεν γίνεται με κάθε πότισμα αλλά κατά τακτά χρονικά διαστήματα ανάλογα με την ποιότητα του νερού άρδευσης και το είδος της καλλιέργειας.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΔΙΗΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Με τον όρο διηθητικότητα εννοούμε την ευκολία με την οποία το νερό εισέρχεται και διεισδύει διαμέσου του εδάφους. Αυτή καθορίζει την ποσότητα του νερού που μπορεί να διεισδύσει και αποθηκευτεί μέσα στο έδαφος. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η μειωμένη προμήθεια νερού στα φυτά, παρόμοια με εκείνη της αλατότητας αλλά για διαφορετικό λόγο. Το πρόβλημα της διηθητικότητας του νερού είναι η μείωση της ποσότητας του νερού που θα τοποθετηθεί στο έδαφος για μελλοντική χρήση από τα φυτά ενώ της αλατότητας η μείωση της διαθεσιμότητας του νερού που βρίσκεται αποθηκευμένο στο έδαφος. Βαθμός διηθητικότητας μέχρι 3 χιλιοστά/ώρα θεωρείται μικρός, ενώ μεγαλύτερος από 12 χιλιοστά/ώρα σχετικά μεγάλος. Φυσικά η διηθητικότητα μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες εκτός από την ποιότητα του νερού άρδευσης, όπως είναι η δομή και υφή του εδάφους, ο βαθμός συμπίεσης του εδάφους και το ποσοστό της οργανικής ουσίας που βρίσκεται στο έδαφος.
Οι δυο πιο κοινοί παράγοντες που επηρεάζουν τη διηθητικότητα είναι η συνολική συγκέντρωση υδατοδιαλυτών αλάτων (αλατότητα) και η περιεκτικότητα του νατρίου σε συσχετισμό με την περιεκτικότητα ασβεστίου και μαγνησίου. Οι δύο αυτοί παράγοντες πρέπει να συνεκτιμούνται για σκοπούς καλύτερης εκτίμησης των τελικών επιδράσεων του βαθμού διηθητικότητας του νερού. Για παράδειγμα, ένα νερό με ψηλή αλατότητα αυξάνει τη διηθητικότητα ενώ ένα νερό με χαμηλή αλατότητα και ψηλή σχέση νατρίου ως προς το ασβέστιο και μαγνήσιο μειώνει τη διηθητικότητα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις το πρόβλημα της διηθητικότητας παρουσιάζεται στα επιφανειακά λίγα εκατοστά του εδάφους, αλλά κάποτε συμβαίνει και σε βαθύτερα στρώματα του εδάφους.
Διαχείριση προβλημάτων διηθητικότητας
Τα διαχειριστικά μέτρα για αντιμετώπιση της διηθητικότητας τότε μόνο πρέπει να λαμβάνονται όταν δεν μπορούν να ικανοποιηθούν οι υδατικές ανάγκες ή οι ανάγκες ξεπλύματος λόγω μικρής διηθητικότητας του εδάφους. Τα διαχειριστικά μέτρα επίλυσης του προβλήματος μπορούν να διαχωριστούν σε χημικά ή φυσικά. Τα χημικά μέτρα περιλαμβάνουν αλλαγές στη χημική σύνθεση του εδάφους ή του νερού που επηρεάζουν τη διηθητικότητα. Τέτοια
μέτρα περιλαμβάνουν διάφορες καλλιεργητικές φροντίδες, όπως είναι η επιφανειακή καλλιέργεια, το βαθύ όργωμα και ο εμπλουτισμός του εδάφους με οργανική ουσία.
Ο συνδυασμός των φυσικών και χημικών μέτρων έχει αποδεικτεί σαν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για επίλυση του προβλήματος της διηθητικότητας. Όμως απαιτείται συνεχής ετήσια επένδυση τόσο σε χρήματα όσο και σε χρόνο για να είναι αποτελεσματικός. Πολλοί προσπαθούν να αντικαταστήσουν αυτούς τους τρόπους με τη χρήση τόσο των βελτιωμένων συστημάτων άρδευσης, όσο και της ανάλογης καλής διαχείρισής τους. Στη συνέχεια αναφέρονται τα κυριότερα διαχειριστικά μέτρα:
- Βελτιωτικά εδάφους και νερού: Διάφορα χημικά παρασκευάσματα μπορούν να προστεθούν στο νερό ή το έδαφος για να βελτιώσουν τη χαμηλή διηθητικότητα που προκαλείται είτε από την ψηλή συγκέντρωση νατρίου είτε από την πολύ μικρή αλατότητα του νερού ποτίσματος. Τα παρασκευάσματα που χρησιμοποιούνται συνήθως είναι βασικά ο γύψος και σε πολύ μικρότερο βαθμό διάφορα οξέα, όπως είναι το φωσφορικό και το θειικό οξύ. Η προσθήκη γύψου ή άλλων παρόμοιων προσθετικών δεν θα βοηθήσουν σε σημαντική βελτίωση εάν το πρόβλημα της διηθητικότητας οφείλεται σε συμπίεση του εδάφους, κακή υφή του εδάφους ή περιοριστικό αργιλώδη ορίζοντα. Τα χημικά παρασκευάσματα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει σοβαρή μείωση στην παραγωγή λόγω μικρής διηθητικότητας.
- Καλλιέργεια και βαθύ όργωμα: Η μέθοδος αυτή είναι φυσική και σκοπό έχει να διατηρήσει το έδαφος ανοικτό με μηχανικά μέσα, έτσι ώστε να αυξηθεί η διηθητικότητα. Η καλλιέργεια και το βαθύ όργωμα είναι οι φυσικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται περισσότερο, είναι αποτελεσματικές, αλλά μικρής διάρκειας και κατά συνέπεια προσφέρουν προσωρινή λύση στο πρόβλημα. Η καλλιέργεια βοηθά στην αύξηση της διηθητικότητας στο επιφανειακό έδαφος και η βαθιά καλλιέργεια σε βαθύτερα στρώματα του εδάφους.
- Διαχειριστικά μέτρα άρδευσης: Τα διαχειριστικά μέτρα άρδευσης που μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του προβλήματος της διηθητικότητας είναι η αύξηση της συχνότητας άρδευσης, η προάρδευση, η επέκταση της διάρκειας άρδευσης και η αλλαγή του συστήματος άρδευσης. Η αύξηση της συχνότητας άρδευσης είναι ένας απλός και αποτελεσματικός τρόπος ειδικότερα για εδάφη που έχουν αρχικά μεγάλη διηθητικότητα που όμως αργότερα μειώνεται σε μεγάλο βαθμό λόγω χαμηλής αλατότητας ή ψηλής συγκέντρωσης νατρίου σε σχέση με το ασβέστιο και μαγνήσιο. Η επέκταση της διάρκειας άρδευσης βοηθά στην εφαρμογή μεγαλύτερης ποσότητας νερού και μπορεί να επιτευχθεί με τη μείωση της ποσότητας νερού που εφαρμόζεται στο χωράφι ανά ώρα. Η αλλαγή του συστήματος άρδευσης σε άλλο με μικρότερη ένταση βροχόπτωσης βοηθά σημαντικά στη μείωση του προβλήματος της διηθητικότητας.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ
Το πρόβλημα της τοξικότητας, σε αντίθεση με τα προβλήματα αλατότητας και διηθητικότητας, συμβαίνει μέσα στο ίδιο το φυτό λόγω της συγκέντρωσης ορισμένων συστατικών (ιόντων) του νερού ποτίσματος, όπως είναι το χλώριο, το νάτριο, το βόριο σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούν προβλήματα στα φύλλα των φυτειών ή μειώνουν την παραγωγή. Οι δενδρώδεις καλλιέργειες είναι πιο ευαίσθητες παρά οι εποχικές φυτείες. Τα προβλήματα τοξικότητας νατρίου συνήθως σχετίζονται με τις δενδρώδεις καλλιέργειες. Σε αντίθεση, το χλώριο, το νάτριο και το βόριο μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα τοξικότητας και σε ετήσιες καλλιέργειες.
Τοξικότητα Χλωρίου
Το χλώριο είναι το στοιχείο εκείνο που προκαλεί τις περισσότερες περιπτώσεις τοξικότητας στα φυτά. Το χλώριο δεν δεσμεύεται στο έδαφος, είναι ελεύθερο να προσληφθεί από τα φυτά και να συγκεντρωθεί στα φύλλα τους. Αν η συγκέντρωση στα φύλλα ξεπερνά την ανθεκτικότητα των καλλιεργειών, τότε αναπτύσσονται προβλήματα τοξικότητας. Συνήθως τα πρώτα συμπτώματα που παρουσιάζονται είναι περιφερειακά εγκαύματα στο άκρο του φύλλου και στη συνέχεια τα εγκαύματα προχωρούν σε ολόκληρο το φύλλο και προκαλούν την ξήρανσή του. Επίσης, η ανθεκτικότητα κατά το στάδιο της βλάστησης είναι μικρότερη από τα άλλα στάδια ανάπτυξης. Οι απόλυτες τιμές εξαρτούνται από το κλίμα, τις εδαφικές συνθήκες και τις καλλιεργητικές φροντίδες.
Τοξικότητα Νατρίου
Η επίδραση του νατρίου στα φυτά μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση. Η άμεση επίδραση σχετίζεται με την τοξική επίδραση του νατρίου ενώ η έμμεση με τη μείωση της διηθητικότητας του εδάφους. Σε αντίθεση με τα συμπτώματα χλωρίου, τα συμπτώματα νατρίου δεν μπορούν εύκολα να διαγνωστούν. Τυπικά συμπτώματα τοξικότητας νατρίου, που παρουσιάζονται αρχικά στα παλιά φύλλα, είναι κάψιμο του φύλλου και σταδιακά νεκρωτικές κηλίδες και ιστοί κατά μήκος της εξωτερικής άκρης του φύλλου.
Τα προβλήματα συγκέντρωσης νατρίου, συνήθως συσχετίζονται με τις δενδρώδεις καλλιέργειες χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε ψηλές συγκεντρώσεις δεν παρουσιάζονται προβλήματα και σε άλλες φυτείες. Ευαίσθητες καλλιέργειες είναι τα φυλλοβόλα δέντρα, τα εσπεριδοειδή, τα αβοκάτο, οι ξεροί καρποί, τα φασολάκια και τα φιστίκια. Ανθεκτικές καλλιέργειες είναι το τριφύλλι, τα σιτηρά, η ντομάτα και το σπανάκι.
Τοξικότητα Βορίου
Το βόριο, σε αντίθεση με το νάτριο, αποτελεί βασικό θρεπτικό στοιχείο για την ανάπτυξη των διαφόρων καλλιεργειών, αλλά σε πολύ μικρή ποσότητα. Έτσι, μια σχετικά μικρή συγκέντρωση βορίου στο νερό άρδευσης, μπορεί να είναι τοξική σε ορισμένες ευαίσθητες στο βόριο καλλιέργειες. Για παράδειγμα, νερό με περιεκτικότητα βορίου 1 μέρος στο εκατομμύριο αναμένεται να δημιουργήσει προβλήματα στα εσπεριδοειδή, ενώ το ίδιο νερό θεωρείται κατάλληλο για άρδευση πολλών άλλων καλλιεργειών, όπως είναι οι πατάτες, οι ντομάτες και το τριφύλλι. Για το λόγο αυτό νερό με την ίδια περιεκτικότητα σε βόριο, για τη μια καλλιέργεια μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ακατάλληλο και για μια άλλη σαν κατάλληλο.
Τα συμπτώματα τοξικότητας βορίου παρουσιάζονται πρώτα στα παλιά φύλλα σαν κιτρινίσματα, κηλίδες ή περιφερειακές ξηράνσεις των άκρων των φύλλων. Με την πάροδο του χρόνου οι χλωρώσεις και οι ξηράνσεις συνήθως προχωρούν στο εσωτερικό των φύλλων μεταξύ των νεκρώσεων.
Διαχείριση ειδικών προβλημάτων τοξικότητας
Είναι φανερό ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αποφευχθούν προβλήματα τοξικότητας είναι η επιλογή του νερού άρδευσης κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην αναμένονται οποιαδήποτε προβλήματα τοξικότητας στη φυτεία που θα αρδευτεί με το νερό αυτό. Αν όμως τέτοιο νερό δεν είναι διαθέσιμο τότε πρέπει να χρησιμοποιηθούν κάποια διαχειριστικά μέτρα που να μειώσουν τα προβλήματα τοξικότητας και να αυξήσουν την παραγωγή. Τα κυριότερα διαχειριστικά μέτρα είναι το ξέπλυμα, η αλλαγή της καλλιέργειας, η ανάμειξη με καλύτερης ποιότητας νερό και διάφορες καλλιεργητικές φροντίδες.
- Το ξέπλυμα των τοξικών ιόντων χλωρίου, νατρίου και σε λιγότερο βαθμό του βορίου, ακολουθεί τους ίδιους κανόνες και τρόπους με αυτούς του ξεπλύματος για μείωση της αλατότητας. Έτσι όταν ακολουθείται ένα πρόγραμμα ξεπλύματος των αλάτων ταυτόχρονα γίνεται και ξέπλυμα των τοξικών ιόντων. Το ξέπλυμα όμως αυτό μπορεί να μην είναι ικανοποιητικό αν ένα τοξικό ιόν βρίσκεται σε πολύ μεγάλη συγκέντρωση που το νερό που χρησιμοποιείται για ξέπλυμα των αλάτων δεν μπορεί να ξεπλύνει το συγκεκριμένο ιόν σε ικανοποιητικό βαθμό. Αυτό συνήθως μπορεί να συμβεί με τα ιόντα βορίου που είναι πιο δυσκολοκίνητα παρά τα ιόντα χλωρίου και νατρίου.
- Η εκλογή πιο ανθεκτικής καλλιέργειας προσφέρει μια πρακτική λύση στο πρόβλημα της τοξικότητας. Υπάρχουν διάφοροι βαθμοί τοξικότητας για τα διάφορα τοξικά ιόντα για τις διάφορες καλλιέργειες. Ανάλογα με τη συγκέντρωση των διαφόρων τοξικών ιόντων πρέπει να γίνει και η επιλογή της κατάλληλης φυτείας. Για παράδειγμα, αν η συγκέντρωση χλωρίου είναι 450 μέρη στο εκατομμύριο και του βορίου 0,6 μέρη στο εκατομμύριο, το νερό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πότισμα εσπεριδοειδών και όχι φράουλας ή φασολιού που η συγκέντρωση χλωρίου πρέπει να είναι μικρή.
Νοουμένου ότι το ξέπλυμα είναι η καλύτερη και η πιο πρακτική μέθοδος αντιμετώπισης των προβλημάτων τοξικότητας, το κλειδί της επιτυχίας είναι οι καλλιεργητικές φροντίδες που τείνουν στην εφαρμογή ομοιόμορφου ποτίσματος μέσω των βελτιωμένων συστημάτων άρδευσης.
Ένα άλλο πρόβλημα τοξικότητας παρουσιάζεται στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται η τεχνητή βροχή για πότισμα ευαίσθητων καλλιεργειών. Η τοξικότητα παρουσιάζεται γιατί ψηλές συγκεντρώσεις χλωρίου και νατρίου απορροφούνται από τα φύλλα που διαβρέχονται με την τεχνητή βροχή. Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο όσο μικρότερη είναι η ταχύτητα κίνησης του σπρίνκλερ, όσο μεγαλύτερη είναι η θερμοκρασία και η ταχύτητα του ανέμου και μικρότερη η σχετική υγρασία. Ευαίσθητες καλλιέργειες είναι οι αμυγδαλιές, οι χρυσομηλιές, τα εσπεριδοειδή και οι δαμασκηνιές ενώ ανθεκτικές είναι το κουνουπίδι και το βαμβάκι.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Εκτός από τα προβλήματα της αλατότητας, διηθητικότητας και τοξικότητας υπάρχουν και άλλα προβλήματα που σχετίζονται με την ποιότητα του νερού άρδευσης. Αυτά είναι η ψηλή συγκέντρωση αζώτου στο νερό άρδευσης με αποτέλεσμα την υπερβολική βλαστική ανάπτυξη και την καθυστέρηση της ωρίμανσης και η δημιουργία λευκών κηλίδων στα φρούτα και τα φύλλα όταν το νερό περιέχει ψηλές συγκεντρώσεις δισανθρακικών ή γύψου και χρησιμοποιείται για πότισμα η μέθοδος της τεχνητής βροχής.
Επίσης, στα διάφορα κατατάσσονται προβλήματα που δημιουργούνται κυρίως στα εξαρτήματα άρδευσης από αφύσικες τιμές του pH του νερού ποτίσματος.
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΓΙΑ ΠΟΤΙΣΜΑ
Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται είναι η παρουσίαση απλών κατευθυντήριων γραμμών. Αυτές δείχνουν τη δυνατότητα του νερού που χρησιμοποιείται, να δημιουργεί τέτοιες συνθήκες στο έδαφος, που να περιορίζουν τη χρήση του ή που να χρειάζεται εφαρμογή κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων ώστε να διατηρείται ικανοποιητική παραγωγή. Η εκτίμηση, τις περισσότερες φορές, εξαρτάται από τις ειδικές συνθήκες στο επίπεδο του χωραφιού και συγκεκριμένα από τη δυνατότητα να προκληθούν ζημιές στην παραγωγή κάτω από τις ειδικές συνθήκες διαχείρισης του γεωργού. Κατά συνέπεια, ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν έναν καλό μέσο εκτίμησης της καταλληλότητας του νερού για πότισμα, δεν πρέπει να αποτελεί το μοναδικό κριτήριο αλλά να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως είναι το έδαφος, οι φυτείες, οι κλιματολογικές συνθήκες, τα βελτιωμένα συστήματα άρδευσης και οι εμπειρίες του γεωργού.
Συνήθως δεν αναμένονται προβλήματα στα εδάφη ή τα φυτά όταν χρησιμοποιείται νερό που κατατάσσεται σαν «ασφαλές». Όταν χρησιμοποιείται νερό που κατατάσσεται με «αυξανόμενο πρόβλημα» τότε χρειάζεται σταδιακά αυξανόμενη προσοχή όσον αφορά την επιλογή των φυτειών και τα διαχειριστικά μέτρα αν επιδιώκεται πλήρης παραγωγή από τις φυτείες. Στην περίπτωση όμως που το νερό κατατάσσεται στην κατηγορία με «σοβαρό πρόβλημα», τότε αναμένονται προβλήματα στα εδάφη και τα φυτά ή μειωμένη παραγωγή, και χρειάζεται κατάλληλη επιλογή των καλλιεργειών, καθώς και ψηλού βαθμού διαχειριστικά μέτρα για να επιτευχθεί ικανοποιητική παραγωγή.
Καλένγκ Μουανγκάλ
Γεωπόνος - ΓΠΑ
Aucun commentaire:
Publier un commentaire