lundi 11 juin 2012

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ, ΠΙΘΑΝΑ ΑΙΤΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ



ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΡΜΗΝΙΑΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΝΕΡΟΥ

ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣΠΙΘΑΝΗ ΑΙΤΙΑΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ΧρώµαΤο µη διαυγές χρώµα είναι αντιαισθητικό και αποτελεί ένδειξη µόλυνσης ή ρύπανσης Οφείλεται σε κολλοειδείς η διαλυµένες ουσίες φυτικής προέλευσης η σε τεχνιτές χρωστικές. Στα υπόγεια νερά το χρώµα οφείλεται κυρίως σε ορυκτά σιδήρου ή µαγγανίου. Διαύγαση µε καθίζηση, οζονισµό, ενεργό άνθρακα ή χλωρίωση
θολερότηταΗ θολερότητα είναι αντιαισθητική και αποτελεί ένδειξη µόλυνσης η ρύπανσης.Σχετίζεται µε την ανάπτυξη και µεταφορά µικροοργανισµών που δύσκολα καταστρέφονται µε απολύµανση Οφείλεται σε αιωρούµενα σωµατίδια οργανικής ή ανόργανης φύσης. Αιφνίδια αύξηση θολερότητας υποδηλώνει άµεση επικοινωνία µε επιφανειακά νερά Διήθηση ή καθίζηση
ΟσµήΗ δυσάρεστη οσµή στο νερό προκαλεί δυσφορία (αίσθηση µούχλας) και αποτελεί ένδειξη µόλυνσης ή ρύπανσης Κάθε οσµή υποδηλώνει πιθανότητα ρύπανσης των πόσιµων νερών.Οφείλεται σε αποσύνθεση φυτικών ή οργανικών ουσιών, η σε παρουσία δύσοσµων αερίων του περιβάλλοντος. Εµπλουτισµός του νερού µε οξυγόνο, οζονισµός ή διέλευση από φίλτρο ενεργού άνθρακα
ΓεύσηΗ δυσάρεστη γεύση οφείλεται στην παρουσία οργανικών ουσιών ή µετάλλων Οφείλεται σε οργανικές ουσίες, σε ενώσεις µετάλλων (χαλκός, ψευδάργυρος, µαγγάνιο κλπ) ή σε υπερχλωρίωση Εµπλουτισµός µε οξυγόνο
ΑγωγιµότηταΕκφράζει το σύνολο των διαλυµένων αλάτων στο νερό. Νερά µε πολύ χαµηλή αγωγιµότητα δεν ξεδιψούν διότι δεν προσθέτουν ηλεκτρολύτες στον οργανισµό. Η αύξησή της οφείλεται σε ρύπανση από ανόργανα λιπάσµατα (χλωριούχα, νατριούχα κλπ) ή σε διείσδυση θαλασσινού νερού. Αντίστροφη όσµωση, ιοντοεναλλαγή ή χηµική ιζηµατοποίηση
pHΣε όξινο ή βασικό περιβάλλον δεν λειτουργεί σωστά ο οργανισµός. Τα όξινα νερά είναι διαβρωτικά και καταστρέφουν τα δίκτυα, ενώ τα βασικά σχηµατίζουν "πουρί". αποκλίσεις του pH σε σηµαντικό εύρος δηµιουργούν σοβαρές ενδείξεις ρύπνασης µε διάφορες χηµικές ουσίες εξουδετέρωση
Ολική σκληρότηταΑπό άποψη υγιεινής η αλλαγή της σκληρότητας του νερού προκαλεί προσωρινές διαταραχές του πεπτικού. Τα µαλακά νερά είναι διαβρωτικά και µπορεί να περιέχουν κάποια τοξικά συστατικά από τα διαβρωθέντα υλικά (π.χ. µόλυβδο) Παρουσιάζεται όταν το νερό διέρχεται από ασβεστολιθικά ή µαγνησιούχα πετρώµατα και έχει µεγάλη περιεκτικότητα στα αντίστοιχα ιόντα ασβεστίου ή και µαγνησίου Αποσκλήρυνση, δηλαδή αποµάκρυσνη των ιότνων ασβεστίου και µαγνησίου µε ιοντοεναλλακτικές ρητίνες, ζεόλιθους ή αντίστροφη όσµωση. Επίσης µπορεί να γίνει µίξη σκληρού µε µαλακό νερό

-->
ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣΠΙΘΑΝΗ ΑΙΤΙΑΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ΑσβέστιοΜεγάλες συγκεντρώσεις ασβεστίου µειώνουν το ποσοστό θνησιµότητας από καρδιοαγγειακές παθήσεις. Αντίθετα περίσσεια ασβεστίου µπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικά έλκη. Οφείλεται σε ασβεστολιθικά πετρώµατα που διέρχεται το νερό ή άλλα ορυκτά Αποσκλήρυνση, δηλαδή αποµάκρυσνη των ιότνων ασβεστίου µε ιοντοεναλλακτικές ρητίνες, ζεόλιθους, αντίστροφη όσµωση ή ιζηµατοποίηση.
ΜαγνήσιοΕπηρεάζει την γεύση. Η ανεπάρκεια µαγνησίου επιφέρει ανορεξία, κόπωση και ταχυκαρδία, ενώ η περίσσεια δρά ανταγωνιστικά έναντι των καρδιοτοξικών ενώσεων. Σε µεγάλες συγκεντρώσεις ( > 400 ppm ) δρά σαν καθαρτικό, διουρητικό και έχει επιπτώσεις στο νευροµυικό και ΚΝΣ Οφείλεται στην ύπαρξη ορυκτων µαγνησίου µε τα οποία έρχεται σε επαφή το νερό, ή σε διείσδυση θαλασσινού νερού Αποµακρύνονται σαν υδροξείδιο του µαγνησίου, µε οξείδωση µε αέρα ή χηµικά οξειδωτικά και στη συνέχεια καθίζηση ή διήθηση
ΝάτριοΗ ανεπάρκεια νατρίου στο νερό προκαλεί πτώση της αρτηριακής πίεσης και ταχυκαρδία. Αντίθετα η υπερεπάρκεια προκαλεί υπέρταση και οιδήµατα. Μεγάλες συγκεντρώσεις προκαλούν διαταραχες στην όρεξη, επηρεάζουν τη δίψα και το νερό δρά σαν διουρητικό. Οφείλεται στα πετρώµατα, το µικρό βάθος γεώτρησης, το θαλασσινό νερό και τη ρύπανση από λιπάσµατα Αφαλάτωση µε αντίστροφη όσµωση ή ιοντοεναλλαγή.
ΝιτρικάΔηµιουργούν προβλήµατα στο αίµα των παιδιών και των εγκύων (µεθαιµοσφαιρίνωση). Συνδέονται µε τον σχηµατισµό νιτροζαµινών και τον καρκίνο του στοµάχου. Προέρχεται από αζωτούχες ενώσεις (λιπάσµατα, λύµατα ή απόβλητα) που κατεισδύουν στο νερό. Αποµακρύνονται µε ιοντοεναλλαγή ή αντίστροφη όσµωση
ΝιτρώδηΚαρκίνο του στοµάχου από τις σχηµατιζόµενες νιτροζαµίνες Πρόσφατη ρύπανση νερού από οργανικές ουσίες των οποίων το άζωτο άρχισε να οξειδώνεται, δεν έγινε πλήρης οξείδωση και πραγµατοποιείται βακτηριδιακή δράση Απολύµανση µε χλώριο ή όζον. Εµφανίζονται όταν µένουν οι γεωτρήσεις "αδούλευτες".
ΑµµωνιακάΔίνουν δυσάρεστη γεύση στο νερό. Αποτελούν ένδειξη µόλυνσης Προέρχονται από αποσύνθεση οργανισµών και οργανικών ουσιών, από µόλυνση, ρύπανση πιθανόττα από ποιµνιοστάσια, βουστάσια, λιπάσµατα, ή από αναγωγή των νιτρικών αλάτων Θα πρέπει πρώτα να διαπιστωθεί η προέλευσή τους. Αν δεν οφείλεται σε µικρόβια, αλλά σε ορυκτά, αντιµετωπίζεται µε αντίστροφη όσµωση. Αλλιώς αντιµετωπίζεται µε εξυγίανση και απολύµανση του νερού
ΧλωριούχαΑλλοιώνουν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του νερού. Διαβρώνουν τις επιφάνειες, και έχουν βλαβερές συνέπειες στην ανάπτυξη των φυτών. Προκαλούν προβλήµατα (σε συγκεντρώσεις > 200 ppm) στα άτοµα που πάσχουν από καρδιακές ή νεφρικές ασθένειες οφείλεται σε ρύπανση από οικιακά λύµατα ή από εισροή θαλασσινού νερού Με ιοντοεναλλαγή ή αντίστροφη όσµωση.

-->
ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣΠΙΘΑΝΗ ΑΙΤΙΑΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ΑρσενικόΑυξηµένες συγκεντρώσεις προκαλούν βλάβες στο δέρµα, στο αιµοποιητικό σύστηµα, κυκλοφοριακά προβλήµατα και πιθανότητα εµφάνισης καρκίνου Απορρίµατα από βιοµηχανίες κατασκευής ηµιαγωγών, διυλιστήρια, πρόσθετα συντηρητικών ξυλίας, πρόσθετα ζωοτροφών, ζιζανιοκτόνα, διάβρωση φυσικών αποθέσεων (ηφαιστειογενή περώµατα), λιπάσµατα, σήψη φυτικής ύλης κλπ Χηµική οξείδωση ή αναγωγή (ανάλογα µε τη µορφή του) ή µε αντίστροφη όσµωση.
ΒόριοΣυγκεντρώσεις µεγαλύτερες από 30 mg/l εµποδίζουν τη χώνευση, προκαλουν ναυτία, κώµα και στεναχώρια.Πόσιµο νερό µε µεγάλες συγκεντρώσεις βορίου είναι τοξικό και προσβάλει το κεντρικό νευρικό σύστηµα. Από τη διάλυση βορικού νατρίου ή βορικού ασβεστίου που υπάρχει στο έδαφος. Ανάµιξη µε νερό χαµηλής περιεκτικότητας σε βόριο
ΚάλιοΣε µεγάλες συγκεντρώσεις έχει καθαρτική δράση ενώ σε πολύ µεγάλες είναι τοξικό Ανάλογα µε την προέλευση του νερού (απαντάται στα υφάλµυρα νερά και γεωτρήσεις µικρού βάθους). Επηρεάζεται από ορυκτά, λιπάσµατα και θαλασσινό νερό Αφαλάτωση µε αντίστροφη όσµωση ή ιοντοεναλλαγή.
ΘειικάΠροσδίδουν στο νερό χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσµή και γεύση. Σε όσους πινουν νερό µε υψηλές συγκεντρώσεις σε θειικά, προκαλούνται γαστρεντερικές διαταραχές (διάρροια) καθιζάνουν το ασβέστιο και ερεθίζουν το αναπνευστικό σύστηµα. Από διάλυση ηφαιστειογενών πετρωµάτων κυρίως σε υπογεια νερά µε υψηλή θερµοκρασία, από λιπάσµατα η βιοµηχανικά απόβλητα. Αποµακρύνονται µε αερισµό, ιονροεναλλαγή, οξείφωση µε χλώριο, αντίστροφη όσµωση ή ιζηµατοποιηση µε υδροξείδιο του ασβεστίου (ασβέστη).
Σίδηροςπροσδίδει στο νερό χαρακτηριστική γεύση και οσµή. Στα ρούχα που πλαίνονται µε νερό που περιέει υψηλές συγκεντρώσεις σιδήρου, δηµιουργούνται χρωµατισµοί και κηλίδες. Στη πλύση επίσης το λευκαντικό δεν φέρνει αποτέλεσµα, ενώ σχηµατίζονται θολώµατα και αποθέσεις. Η πρόσληψη υψηλών δόσεων σιδήρου προκαλεί βλάβες στους ιστούς Κυρίως από τη διάλυση ορυκών , ενώσεων σίδήρου κλπ. Από απόβλητα βιοµηχανιών ή από µετανάστευση σιδηρούχων υλικών αποθήκευσης και µεταφοράς νερού (δεξαµενές, σωληνώσεις κλπ) οξείδωση µε εµφύσιση αέρα, οξυγόνου, αερισµού σε κλίνες κλπ, η την προσθήκη οξειδωτικού (π.χ. υποχλωριώδους νατρίου). Στη συνέχεια ακολουθεί καθίζηση ή διήθηση για την αποµάκρυνση του αδιάλυτου Fe(OH)3
ΜαγγάνιοΠροσδίδει στο νερό χαρακτηριστική γεύση και οσµή. Σχηµατίζει θολώµατα και αποθέσεις.Επιδρά στην ανάπτυξη µικροοργανισµών στις δεξαµενές και τα δίκτυα ύδρευσης. Μεταφέρεται στο πλάσµα του αίµατος µε τη µορφή τρανσµαγγανίνης. Είναι τοξικό και δηµιουργεί ερεθισµό του αναπνευστικού συστήµατος. Διάλυση ορυκτών που περιέχουν µαγγάνιο Η ίδια διαδικασία µε αυτή της αποµάκρυσης σιδήρου. Συνήθως τα δύο µέταλλα αποµακρύνονται ταυτόχρονα.
ΦωσφορικάΠαράγων δηµιουργίας ευτροφισµού στα νερά. Σε µεγάλες ποσότητες µειώνουν το ασβέστιο στο αίµα. από αποσύνθεση οργανικών ουσιών, ρύπανση από φωσφορικά λιπάσµατα ή αστικά λύµατα Με ιζηµατοποίηση σε µορφή αλάτων σιδήρου ή αργιλίου
ΦθόριοΠαραµένει επι µακρόιν στην τροφική αλυσίδα. Σε µεγάλες συγκεντρώσεις προκαλεί γαστρική αιµοραγία, τοξική νεφρίτιδα, βλάβες στις αρθρώσεις κλπ. Οι µεγάλες συγκεντρώσεις φθορίου (>1,5 mg/l) στο νερό προκαλούν οδοντική και σκελετική φθορίωση. Έχει διαβρωτικές ιδιότητες και προκαλεί αποθέσεις στα µεταλλικά και υάλινα σκεύη Υψηλές συγκεντρώσεις φθορίου εµφανίζονται σε ηφιστειογενή πετρώµατα, σε γωτρήσεις µεγάλου βάθους όταν το υπέδαφος είναι πλούσιο σε φθοριούχα ορυκτά. Τα επιφανειακά νερά ρυπαίνονται από βιοµηχανικά απόβλητα (επεξεργασία αλουµινίου, υαλουργεία, φωσφορικά λιπάσµατα) Εφαρµόζεται διαδικασία προσρόφησης σε υδροξείδιο οτυ µαγνησίου µετα από χηµική ιζηµατοποίηση.
ΚάδµιοΕχει επιπτώσεις στα νεφρά και στους πνεύµονες.Προακλεί απασβέστωση, κατάγµατ. Οσφυαλγίες, υπέρταση, αντικαθιστά το ψευδάργυρο από τα βιολογικά συστήµατα. Έχει αποδειχτεί ότι εχει καρκινογόνο δράση. Από βιοµηχανίες παρασκευής φωσφορικών λιπασµάτων, από καύση απορριµάτων, απόβλητα εργοστασίων επιµετάλλωσης, µπαταρίες, χρώµατα κλπ. Επίσης από µετανάστευσή του από υλικά συγκόλησης σωλήνων ύδρευσης που περιέχουν κάδµιο. Με καταβύθιση υπο µορφή θειούχων αλάτων ή µε αντίστροφη όσµωση
ΜόλυβδοςΠροκαλεί εγκεφαλοπάθεια και βλάβες του ΚΝΣ (µολυβδίαση). Προσβάλει ευκολότερα τα παιδιά. Μειώνει το δείκτη νοηµοσύνης και την ικανότητα εκµάθησης.προκαλεί αναιµία, νεφρικές και ηπατικές βλάβες. Προέρχεται κυρίως από µολυβδοσωλήνες όταν το νερό είναι µαλακό και όξινο, από υλικά συγκόλησης χαλκοσωλήνων που περιέχουν µόλυβδο, από στεγανωτικές αλοιφές κλπ. Επίσης από µίνιον (επίστρωµα προστασίας από σκουριά) που χρησιµοποιείται σε υδραυλικές εγκαταστάσεις. Με αντίστρωφη όσµωση, ιζηµατοποίηση υπο µορφή υδροξειδίων ή καταβύθιση υπο µορφήν θειούχων αλάτων
ΧαλκόςΑµεση :₃αστροεντερικές διαταραχές, Μακρά έκθεση : Ηπατικές ή νεφρικές διαταραχές Ατοµα µε πάθηση Wilson θα πρέπει να συνενοούνται µε το γιατρό τους όταν το νερό έχει συγκεντρώσεις χαλκού πάνω από το όριο των 1,3 mg/l. Διάβρωση οικιακών χάλκινων σωληνώσεων και µπρούτζινων εξαρτηµάτων. Φυσική διάβρωση , ψεκασµοί µε θειικό χαλκό και ρύπανση από συντηρητικά ξυλείας Aντίστροφη όσµωση ή ιοντοεναλλαγή.

-->
ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣΠΙΘΑΝΗ ΑΙΤΙΑΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ΧρώµιοΠολλοί άνθρωποι που κάνουν µακροχρόνια χρήση νερού µε συγκεντρώσεις χρωµίου πάνω από το όριo, εµφανίζουν αλεργικές δερµατίτιδες. Το εξασθενές χρώµιο αποδείχθηκε ότι είναι καρκινογόνο Απόβλητα από χαλυβουργείες, χαρτοποιίες και από διάβρωση φυσικών σχηµατισµών (πετρωµάτων) Aντίστροφη όσµωση ή ιοντοεναλλαγή.
ΚυανιούχαΒλάβες νευρικού συστήµατος, διαταραχές θυρεοειδούς, θάνατος Απόβλητα βιοµηχανιών χάλυβα, βιοµηχανίες πλαστικών και λιπασµάτων. Οξείδωση µε υποχλωριώδες νάτριο και µετατροπή σε µη τοξικά ισοκυανικά ιόντα. Αποµάκρυνση µε αντίστροφη όσµωση
Συνολικά κολοβακτηρίδια (συµπεριλαµβανοµέ νων των E.Coli και γενικά των κοπρανόδους προελεύσεως στελεχών) Χρησιµοποιείται σαν δείκτης παρουσίας παθογόνων. Ορισµένα στελέχη µπορεί να προκαλέσουν γαστρίτιδες Περιτωµατικές ουσίες (απόβλητα) ζωικής προέλευσης Απολύµανση µε χλώριο, όζον ή υπεριώδη ακτινοβολία (UV).
ΕντερόκοκκοιΧρησιµοποιείται επίσης σαν δείκτης παρουσίας παθογόνων. Περιτωµατικές ουσίες ζωικής προέλευσης Απολύµανση µε χλώριο, όζον ή υπεριώδη ακτινοβολία (UV).
Ολικά κοινά αερόβια µικρόβια Τα ολικά κοινά αερόβια µικρόβια, δεν έχουν άµεση επίδραση στην υγεία, αλλά αποτελούν βασικό µικροβιολογικό δείκτη της γενικής υγειονοµικής κατάστασης του νερού Αυτόχθονη χλωρίδα νερού, επιµολύνσεις Απολύµανση µε χλώριο
ΨευδοµονάδεςΔυνητικά παθογόνο. Σε ασθενείς οργανισµούς (ανοσοκαταστελόµενα άτοµα, παιδιά, υπερήλικες κλπ) έχει παθοφόνο δράση. προέρχονται από επιµόλνση από επιφανειακά (στάσιµα νερά) , το έδαφος ή από περτωµατικές ουσίες. Λόγω των χαµηλών διατροφικών απαιτήσεων αυτού του µικροβίου, η παουσία του , απουσία άλλων δεικτών, δηλώνει παλαιά - απελθούσα επιµόλυνση. Απολύµανση µε χλώριο
κρυπτοσπορίδιο και Gyardia Παθογόνα πρωτόζωαΠροέρχονται από επιφανειακά νεράΔιήθηση (φίλτρα) 0,2 - 0,45 µm

vendredi 18 mai 2012

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΛΑΙΟΚΑΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΛΙΠΑΝΣΗ ΕΛΑΙΟΔΕΝΔΡΩΝ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΛΑΙΟΚΑΛΙΕΡΓΕΙΑΣ
 ΛΙΠΑΝΣΗ ΕΛΑΙΟΔΕΝΔΡΩΝ

Με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης εδάφους (συγκέντρωση θρεπτικών στοιχείων) φωσφόρος, κάλιο και μαγνήσιο θα πρέπει να προστίθενται στο λάκκο φύτευσης (στο πυθμένα του λάκκου, ως μείγμα με έδαφος, ώστε να αποφύγουμε τυχόν τοξικότητα από υψηλή συγκέντρωση χημικών λιπασμάτων πλησίον των νεαρών ριζών. Το άζωτο είναι καλύτερα να εφαρμόζεται μετά την επιτυχημένη εγκατάσταση των ελαιοδέντρων (μπορεί και ένα χρόνο μετά τη φύτευση).

Κάλιο

Λειτουργικός ρόλος:

● Επαγωγή ανθεκτικότητας σε αβιοτικούς παράγοντες (ψύχος, ξηρασία κτλ)
● Συμμετέχει σε πολλές ενζυμικές διεργασίες
● Οσμωρυθμιστής και σπουδαίο ρόλο στη ρύθμιση της χρησιμοποίησης του νερού
● Μεταβολισμό υδατανθράκων
● Μεταφορά υδατανθράκων
● Έλεγχος ιοντικής ισορροπίας



-->
-->
Συνθήκες εμφάνισης τροφοπενίας καλίου

● Σε αμμώδη εδάφη
● Σε οργανικά εδάφη
● Σε όξινα εδάφη
● Η τροφοπενία (έλλειψη) καλίου αντιπροσωπεύει περίπου το 62% των τροφοπενιών στην καλλιέργεια της ελιάς

Τροφοπενία Καλίου


Επίδραση εφαρμογής καλίου στο ελαιόδεντρο

● Αυξάνει το βάρος του καρπού, μέσω της αύξησης των σάρκας και της περιεκτικότητας σε λάδι
● Αυξάνει την παραγωγή (ειδικά υπό συνθήκες τροφοπενίας)
● Βελτιώνει την ποιότητα του ελαιολάδου (όσον αφορά τα λιπαρά οξέα και τις φαινολικές ενώσεις)
● Αυξάνει το ποσοστό της σάρκας στον καρπό
● Προσδίδει ένα βαθμό ανθεκτικότητας σε αβιοτικούς παράγοντες (ξηρασία, ψύχος κτλ)

Η βέλτιστη συγκέντρωση καλίου είναι 0.7-0.9% κ.β. ξηρού βάρους φύλλου (για φύλλα που μαζεύτηκαν το χειμώνα, από το μέσο της ετήσιας βλάστησης, 5-8 μηνών). Η τροφοπενία καλίου εμφανίζεται ως ελαφρώς κίτρινα φύλλα ενώ σε περίπτωση έντονης έλλειψης παρατηρούνται νεκρώσεις της κορυφής των φύλλων και ξηράνσεις ολόκληρων βλαστών.

Ποσότητες καλίου (Κ) που απαιτούνται ετησίως από ένα ελαιόδεντρο:

0.95 κιλά / 100 κιλά καρπού
0.28 κιλά / 50 κιλά φύλλων
0.195 κιλά / 50 κιλά ξύλου

Μαγνήσιο
Λειτουργικός ρόλος

● Σύνθεση χλωροφύλλης
● Παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της φωτοσύνθεσης
● Συμπαράγοντας σε πολλά ένζυμα
● Η τροφοπενία μαγνησίου εμφανίζεται ως χλώρωση των κατώτερων φύλλων κυρίως, παρεμπόδιση αύξησης βλαστών και πρώιμη φυλλόπτωση.
● Η βέλτιστη συγκέντρωση μαγνησίου στα φύλλα είναι 0.1-0.3% κ.β. ξηρού βάρους φύλλου.
Τροφοπενία Μαγνησίου

Ιχνοστοιχεία

Βόριο
Λειτουργίες και ρόλοι

● Δομή κυτταρικού τοιχώματος και κυτταρική διαίρεση.
● Αύξηση καρπού και σπόρου, μεταφορά υδατανθράκων και σύνθεση φυτορυθμιστικών ουσιών.
● Παίζει σημαντικό ρόλο στη βλάστηση της γύρης και την επιμήκυνση του γυρεοσωλήνα και έτσι αυξάνει την καρπόδεση.
● Η τροφοπενία βορίου εμφανίζεται ως ελαφρά κίτρινα φύλλα με νέκρωση κορυφής, πρώιμη φυλλόπτωση, νέκρωση βλαστών περιμετρικά της κόμης, καθυστέρηση της έκπτυξης οφθαλμών, νέκρωση κορυφής βλαστών, μειωμένη ανθοφορία και καρπόδεση, πτώση ανώριμων καρπών και παραμόρφωση καρπών.
● Η βέλτιστη συγκέντρωση βορίου στα φύλλα είναι περί τα 30-75 ppm. Προσοχή χρειάζεται λόγω των στενών περιθωρίων μεταξύ τοξικότητας και έλλειψης.

Η εφαρμογή βορίου έχει βρεθεί ότι: αυξάνει την καρπόδεση και αυξάνει την παραγωγή και την περιεκτικότητα σε λάδι των καρπών.

Συνιστώμενη λιπαντική αγωγή:
Ο τύπος και η δόση του λιπάσματος εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες:
● Το είδος και την ποικιλία
● Ηλικία δένδρου
● Παραγωγή
● Παρατηρούμενες τροφοπενίες
● Στάδιο ανάπτυξης καλλιέργειας
● Ιδιότητες εδάφους
● Διαθεσιμότητα νερού κτλ.

Τα λιπάσματα που περιέχουν κάλιο, φώσφορο, μαγνήσιο και βόρακα θα πρέπει να εφαρμόζονται πριν την περίοδο βροχοπτώσεων (στους ξερικούς ελαιώνες) και να ενσωματώνονται στο έδαφος (20 - 30 εκατοστά βάθος). Στην περίπτωση αρδευόμενων ελαιώνων τα λιπάσματα αυτά θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά τα μέσα με τέλη του χειμώνα (ανάλογα με τη συχνότητα των βροχοπτώσεων – πολλές βροχοπτώσεις τότε καλύτερα προς το τέλος του χειμώνα) και πάντοτε να ακολουθεί ενσωμάτωση στο έδαφος.



-->
Τα αζωτούχα λιπάσματα θα πρέπει να εφαρμόζονται πριν την έκπτυξη των οφθαλμών και την άνθηση και μετά την καρπόδεση, ενώ θα πρέπει η εφαρμογή να ακολουθείται είτε από βροχή είτε από άρδευση, ώστε να περιοριστούν οι απώλειες σε άζωτο με τη μορφή αερίου αμμωνίας στον αέρα. Υπερβολική άρδευση δεν είναι απαραίτητη, ειδικά σε ελαφριά εδάφη, διότι υπάρχει ο κίνδυνος ξεπλύματος του αζώτου σε βαθύτερα εδαφικά στρώματα και μόλυνση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα.

Μία γενική οδηγία λίπανσης των ελαιοδέντρων περιγράφεται κατωτέρω (σε δόση λιπαντικού στοιχείου ανά δένδρο):

Ετησίως

N (άζωτο): 500-1000 g
P2O5 (φώσφορο): 300-500 g
K2O (κάλιο): 600-1200 g

Αζωτούχος λίπανση

Εξαιτίας προβλημάτων έκπλυσης θα πρέπει να λαμβάνονται προσεκτικά μέτρα. Άζωτο και κλάδεμα: Οι ποσότητες του χορηγούμενου αζώτου εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ένταση του κλαδέματος, αφού οι ποσότητες αυτές είναι γενικά μικρότερες μετά από ένα αυστηρό κλάδεμα σε σχέση με ένα ελαφρύ κλάδεμα.
ΜήναςΣυχνότητα εφαρμογήςΠοσότηταN(Αζώτου)Μέθοδος εφαρμογής
Τέλος Ιανουαρίου - Μάρτιο170% της ετήσιας συνιστώμενης δόσηςΕπιφανειακά
Μετά την καρπόδεση130% της ετήσιας συνιστώμενης δόσης Επιφανειακά μόνο σε αρδευόμενους ελαιώνες


Καλιούχος λίπανση
Οι ποσότητες του χορηγούμενου καλίου διαφέρουν ανάλογα με το ύψος της παραγωγής
ΕΛΑΙΟΠΟΙΗΣΙΜΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
N (άζωτο) P2O5 (φώσφορο) K2O (κάλιο)
Χαμηλή παραγωγή
(κάτω από 30 κιλά καρπού ανά δένδρο)
500 g 300 g 600 g
Μέτρια παραγωγή
(περίπου 50 - 60 κιλά καρπού ανά δένδρο)
700 g 400 g 800 g
Υψηλή παραγωγή
(πάνω από 70 κιλά καρπού ανά δένδρο)
1000 g 500 g 1200 g





-->
ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
N (άζωτο) P2O5 (φώσφορο) K2O (κάλιο)
Χαμηλή παραγωγή
(κάτω από 30 κιλά καρπού ανά δένδρο)
600 g 200 g 400 g
Μέτρια παραγωγή
(περίπου 50 - 60 κιλά καρπού ανά δένδρο)
800 g 300 g 600 g
Υψηλή παραγωγή
(πάνω από 70 κιλά καρπού ανά δένδρο)
1400 g 400 g 800 g


Ως γενικός κανόνας, υπό τροφοπενία καλίου η δόση εφαρμογής μπορεί να φτάσει και τα 5 κιλά K2O ανά δένδρο εφάπαξ και αργότερα ανάλογα με την περιεκτικότητα των φύλλων σε Κ και το ύψος της παραγωγής κάθε 1-2 χρόνια 500-1000 g K2O ως λίπανση συντήρησης

● Σε επικλινείς εκτάσεις η δόση εφαρμογής μπορεί να φτάσει κατά τη χρονιά της μεγάλης παραγωγής και τα 5 κιλά K2O το χρόνο.
● Υπό ξερικές συνθήκες σε ελαιοποιήσιμες ποικιλίες συνιστάται εφαρμογή 500 g K2O ανά δένδρο.
● Το Κ θα πρέπει να βρίσκεται στα επιθυμητά επίπεδα κατά τη διάρκεια της ελαιογένεσης
(τέλη καλοκαιριού-αρχές Σεπτεμβρίου) ούτως ώστε να επιτευχθούν υψηλά ποσοστά λαδιού.
● Αυτό μπορεί να επιτευχθεί περά από την βασική λίπανση του χειμώνα με υδρολίπανση το καλοκαίρι. θα μπορούσαμε όπου υπάρχουν αρδευόμενες εκτάσεις να εφαρμόσουμε το 10% της ετήσιας συνιστώμενης δόσης Καλίου τον Αύγουστο.
● Επίσης διαφυλλικοί ψεκασμοί με Κάλιο τον Σεπτέμβριο δρουν επικουρικά στην ωρίμανση του καρπού.

* Αυτοί οι ψεκασμοί θεωρούνται ότι προστατεύουν μερικώς τα φύλλα από μυκητολογικές προσβολές, πχ. Από κυκλοκόνιο (Cycloconium oleaginum).
● Υπό Μεσογειακές συνθήκες (λίγες βροχοπτώσεις το χειμώνα, ζεστό και ξηρό καλοκαίρι) η χρήση θειικού καλίου προτιμάται έναντι αυτής χλωριούχου καλίου, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος αλάτωσης του εδάφους.

Λίπανση με μαγνήσιο
● Υπό τροφοπενία μαγνησίου συνιστάται εφαρμογή 0.5 κιλά MgO ανά δένδρο.
● Σε βαριά εδάφη η δόση αυτή μπορεί να αυξηθεί μέχρι τα 3-5 κιλά MgO ανά δένδρο ενώ σε
ελαφριά εδάφη μέχρι 1 κιλό MgO ανά δένδρο.
Λίπανση με βόριο

Η τροφοπενία βορίου μπορεί να αντιμετωπιστεί με εφαρμογή 300-500 γραμμαρίων βόρακα ανά δένδρο. Σε μεγάλα δένδρα που αναπτύσσονται σε ασβεστούχα εδάφη η δόση αυτή μπορεί να αυξηθεί μέχρι και το 1 κιλό βόρακα ανά δένδρο. Οι ποσότητες αυτές θεωρούνται αρκετές για μια περίοδο περίπου 3 χρόνων. Το βόριο μπορεί επίσης να εφαρμοστεί και με
διαφυλλικούς ψεκασμούς πριν την άνθηση, αλλά τέτοιου είδους εφαρμογές δεν θεραπεύουν τροφοπενιακές καταστάσεις, αλλά απλά αυξάνουν την καρπόδεση.

Χρόνος εφαρμογής
Υπό ξερικές συνθήκες τα λιπάσματα συνήθως εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου (με βάση την περίοδο βροχοπτώσεων). Σε ποτιστικούς ελαιώνες η εφαρμογή γίνεται κατά τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο.
● Μεμονωμένα ανά δένδρο.
● Διασπορά σε όλον τον ελαιώνα (με λιπασματοδιανομείς), αλλά λόγω αυξημένου κόστους έχει εφαρμογή μόνο σε πυκνής φύτευσης ελαιώνες (αφού οι δόσεις ανά επιφάνεια αυξάνονται).
● Υδρολίπανση

mercredi 11 avril 2012

Μια μικρή γνωριμία με τα ελληνικά μέλια!


ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΑΜΙΓΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΕΛΙΩΝ




             Με τον όρο ταυτότητα, εννοούμε το σύνολο των φυσικοχημικών, οργανοληπτικών και μικροσκοπικών χαρακτηριστικών που ορίζουν μια συγκεκριμένη κατηγορία αμιγούς μελιού. Ως αμιγές ορίζεται το μέλι εκείνο που με βάση τα χαρακτηριστικά του, κατατάσσεται σε μία κατηγορία μελιού συγκεκριμένης φυτικής προέλευσης. Τα συστατικά του μελιού που χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση του, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα γνωστά φυσικοχημικά και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά του μελιού, που στηρίζουν κυρίως την ταυτότητα του προϊόντος, βάση των νομοθετημένων ποιοτικών κριτηρίων, όπως είναι τα σάκχαρα, τα ένζυμα, η HMF, η αγωγιμότητα, η οξύτητα, το φάσμα των γυρεόκοκκων κ.α. Τα χαρακτηριστικά αυτά, με τη βοήθεια των γυρεόκοκκων, μπορούν να δώσουν και την βοτανική προέλευση των μελιών. Στην δεύτερη κατηγορία, ανήκουν ενώσεις που βρίσκονται σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις, προέρχονται από τη χλωρίδα της περιοχής και μπορούν να δώσουν πληροφορίες για τη γεωγραφική προέλευση των αμιγών κατηγοριών μελιού. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι πτητικές ενώσεις, τα φλαβονοειδή, τα αμινοξέα, ο συνδυασμός γυρεόκοκκων κ.α. Το σύνολο των ουσιών αυτών περιγράφονται ως μικροσκοπικά χαρακτηριστικά του μελιού. Επιπρόσθετες πληροφορίες για τη γεωγραφική προέλευση του δείγματος, δίνει η αντιμικροβιακή και η αντιοξειδωτική δράση του μελιού.
Στη συνέχεια ακολουθεί λεπτομερής περιγραφή των φυσικοχημικών και μικροσκοπικών χαρακτηριστικών των αμιγών κατηγοριών ελληνικών μελιών, όπως
παρουσιάστηκαν από τους Θρασυβούλου και συνεργάτες (2002).

ΜΕΛΙ ΠΕΥΚΟΥ
Το 65% περίπου της συνολικής παραγωγής του μελιού στην Ελλάδα, είναι πευκόμελο. Το μέλι προέρχεται από τις μελιτώδεις εκκρίσεις του εντόμου Marchalina  hellenica γνωστό ως «βαμβακάδα», «εργάτης», «μικρόβιο» ή «παράσιτο» του πεύκου. Ο «εργάτης» βρίσκεται σε αρκετές περιοχές της χώρας και κυρίως στη Θάσο, στη Χαλκιδική, στην Εύβοια, στη Σκόπελο, στη Σκιάθο, στη Ζάκυνθο, στη Ρόδο, στην Κρήτη κ.τ.λ.
Το πευκόμελο έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά μελιού μελιτώματος, δηλαδή υψηλή συγκέντρωση τέφρας, υψηλό pH και αγωγιμότητα και χαμηλά ανάγοντα σάκχαρα . Οι χαμηλές συγκεντρώσεις αναγόντων σακχάρων (>52,9%) δημιουργούσαν προβλήματα διακίνησης του πευκόμελου κατά το παρελθόν γιατί δεν ανταποκρίνονταν πάντα στο όριο (>60%) που θέτει η νομοθεσία ελέγχου του μελιού. Λόγω της χαμηλής φυσικής περιεκτικότητας του πευκόμελου σε γλυκόζη, η κρυστάλλωσή του γίνεται με αρκετά βραδύ ρυθμό. Τα αμιγή πευκόμελα παραμένουν ρευστά για περισσότερο από ενάμισι χρόνο, ενώ η ανάμιξή τους με μέλι βαμβακιού, ερείκης, ηλίανθου ή πολυκόμβου κρυσταλλώνουν σε 2-5 μήνες. Το χρώμα των πευκόμελων είναι χαρακτηριστικό. Το πευκόμελο που παράγεται την Άνοιξη, δεν είναι το ίδιο με εκείνο του Φθινοπώρου. Είναι πιο ανοιχτόχρωμο, πιο διαυγές, έχει ιδιαίτερο άρωμα, η HMF είναι πιο χαμηλή και στο ίζημα του βρίσκονται γυρεόκοκκοι πεύκου. Γυρεόκοκκοι που ανιχνεύονται στα Ελληνικά πευκόμελα, είναι κυρίως γυρεόκοκκοι καστανιάς και ερείκης, σε ποσοστά από 1%-45%. Στο ανοιξιάτικο πευκόμελο συναντώνται γυρεόκοκκοι πεύκου.


ΜΕΛΙ ΕΛΑΤΗΣ
Το μέλι ελάτης αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος για τον Έλληνα μελισσοκόμο, αφού συμβάλει κατά 5%-10% στην συνολική ετήσια παραγωγή του μελιού στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα απαντάται η ελάτη η κεφαλληνιακή (Abies cephalonica), που καλύπτει μεγάλες εκτάσεις στις ορεινές περιοχές νότια του Ολύμπου, στην Ευρυτανία, στο Περτούλι, στον Ταΰγετο, στην Αρκαδία, στην Πάρνηθα κ.α. Η ευρωπαϊκή ελάτη (Abies alba ή Abies pectinata), φύεται σε όλη την Ευρώπη μέχρι τον Καύκασο και συναντάται μόνο σε μεμονωμένα σημεία των βορείων ελληνικών συνόρων (βορείως της οροσειράς του Ολύμπου). Στην οροσειρά της Πίνδου συναντάται η υβριδογενής ελάτη (Abies hidrida ή Abies borisii), η οποία είναι διασταύρωση της ευρωπαϊκής ελάτης με την ελληνική. Το μέλι ελάτης είναι από τις κατηγορίες ελληνικού μελιού με ιδιαίτερα καλή γεύση και χαρακτηριστική εμφάνιση, παράμετροι που το κάνουν να ξεχωρίζει. Το χρώμα και η εμφάνιση του ποικίλουν ανάλογα με τον τόπο προέλευσής του. Για παράδειγμα, το μέλι ελάτης που παράγεται στην περιοχή Βυτίνα Αρκαδίας, έχει ιδιαίτερη, χαρακτηριστική εμφάνιση λόγω των μεταλλικών ανταυγειών που δημιουργούνται στο εσωτερικό του, είναι ιδιαίτερα πυκνόρρευστο και φέρει την ονομασία «έλατο βανίλιας». Tο μέλι ελάτης παρουσιάζει χαμηλό ποσοστό υγρασίας. Το pH του είναι υψηλότερο από όλες τις άλλες κατηγορίες μελιού. Όσο υψηλότερο είναι το pH ενός μελιού, με τόσο βραδύτερο ρυθμό αυξάνεται η συγκέντρωση της HMF. Έτσι, το μέλι ελάτης αλλοιώνεται με βραδύτερο ρυθμό, συγκριτικά με τις άλλες κατηγορίες μελιού και ιδιαίτερα με τα ανθόμελα, που έχουν χαμηλό pH. Η αγωγιμότητα του ελατόμελου είναι επίσης υψηλή και σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία θα πρέπει να έχει αγωγιμότητα μεγαλύτερη από 1 mS.cm-1. Από τα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά του μελιού ελάτης, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι γυρεόκοκκοι των ειδών Brassicaceae, Labiatae και Pyrus/Prunus, που βρίσκονται σε ποσοστά 3%-15%. Γυρεόκοκκοι ερείκης συναντώνται επίσης, σε μικρότερες όμως συγκεντρώσεις (1%-3%).


-->


ΜΕΛΙ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ
Παράγεται από το νέκταρ και τις μελιτώδεις εκκρίσεις της Καστανιάς (Castanea sativa), που είναι αξιόλογο μελισσοκομικό φυτό και αρκετά διαδεδομένο στην ορεινή ζώνη της χώρας μας. Στη Μακεδονία το μέλι καστανιάς συλλέγεται κυρίως στην χερσόνησο του Άθω (Άγιο Όρος). Οι μελιτώδεις εκκρίσεις παράγονται από την αφίδα Myzocallis castanicola που εγκαθίσταται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, αλλά και πάνω στα εχινόμορφα κύπελλα που περιβάλλουν τους καρπούς. Οι μελιτώδεις εκκρίσεις ξεκινούν τον Μάιο και συνεχίζονται μέχρι τον Ιούλιο και αργότερα. H χημική σύνθεση του ελληνικού μελιού καστανιάς, οι τιμές τέφρας, pH, αναγόντων σακχάρων και αγωγιμότητας, είναι οι χαρακτηριστικές μελιού μελιτώματος, το καστανόμελο όμως κατατάσσεται στα ανθόμελα, γιατί είναι αριστερόστροφο. Το μέλι καστανιάς έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε ζύμες και ανθίσταται περισσότερο στη ζύμωση από άλλα μέλια. Ως προς το χρώμα ποικίλει ανάλογα με τον τόπο προέλευσης από ανοικτό μέχρι σκούρο καφέ, ακόμα και μαύρο όταν πρόκειται για μελίτωμα. Η γεύση του είναι δυνατή, έντονη, πικρή και με διάρκεια και συνοδεύει την δυνατή εντύπωση που προκαλεί το άρωμά του. Η γεύση και το άρωμα του μελιού καστανιάς είναι τόσο δυνατό και χαρακτηριστικό, που μια μικρή αναλογία του υπερκαλύπτει τη γεύση άλλων μελιών. Ο μέσος όρος των γυρεόκοκκων καστανιάς στα ελληνικά μέλια καστανιάς βρέθηκε 90,4%, με το μέγιστο 95% και το ελάχιστο 85%.


ΘΥΜΑΡΙΣΙΟ ΜΕΛΙ
Από τους 12.000 περίπου τόνους μέλι που παράγει ετησίως η χώρα μας, οι 1.000, δηλαδή το 10% περίπου, είναι θυμαρίσιο. Το θυμαρίσιο μέλι θεωρείται και είναι άριστης ποιότητας λόγω του εξαιρετικού αρώματος και γεύσης που διαθέτει. Παράγεται κυρίως στα νησιά, αλλά και σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας που φυτρώνουν διάφορα είδη θυμαριού. Το θυμαρίσιο μέλι έχει ευχάριστη γεύση, αλλά μερικές φορές, λόγω της υψηλής συγκέντρωσης σε φρουκτόζη, δίνει την αίσθηση «καψίματος». στο λάρυγγα. Το άρωμά του είναι ευχάριστο και χαρακτηριστικό. Αναφέρεται ότι το θυμαρίσιο μέλι είναι τονωτικό, έχει αντισηπτικές ιδιότητες, αυξάνει την ενεργητικότητα και τις φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου. Το θυμαρίσιο μέλι έχει χαρακτηριστικό ανοικτό χρώμα και ανάλογα με τον αμιγή του χαρακτήρα κρυσταλλώνει σε 6 έως 18 μήνες. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η αγωγιμότητά του δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 0,6 mS.cm-1. Στα Ελληνικά μέλια με οργανοληπτικά και φυσικοχημικά χαρακτηριστικά θυμαρίσιου μελιού βρέθηκαν ποσοστά γυρεόκοκκων από 7,8% έως 85,1%.

ΜΕΛΙ ΕΡΕΙΚΗΣ
Στην Ελλάδα υπάρχουν τέσσερα φυτά της οικογένειας των Ερεικωδών, από την νεκταροέκκριση των οποίων παράγονται αντίστοιχοι τύποι μελιών. Η φθινοπωρινή ερείκη, γνωστή και ως «σουσούρα» (Erica verticillata), η ανοιξιάτικη ερείκη (Erica arborea), η Κουμαριά (Arbutus unedo) και το Ροδόδενδρο (Rhododendron). Το μέλι της φθινοπωρινής ερείκης (σουσούρα) παράγεται σε μεγάλες ποσότητες σε πολλές περιοχές της χώρας. Είναι προϊόν με ιδιαίτερα υψηλή θρεπτική αξία γι΄ αυτό και η διάθεσή του γίνεται συχνά από τα καταστήματα υγιεινής διατροφής. Το μέλι κουμαριάς είναι τονωτικό για τα μελίσσια, είναι όμως υπόπικρο για τον άνθρωπο και με περιορισμένη εμπορική αξία. Συνήθως δεν συλλέγεται αλλά αφήνεται στις κυψέλες για το ξεχειμώνιασμα του μελισσιού. Το ερεικόμελο θεωρείται υψηλής θρεπτικής και διατροφικής αξίας, τονωτικό για τον ανθρώπινο οργανισμό, δεν υπάρχουν όμως δημοσιευμένα αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών που να τεκμηριώνουν τις παρατηρήσεις αυτές. Το μέλι που παράγεται από τα τέσσερα αυτά φυτά έχει διαφορετικές ιδιότητες, γι’ αυτό και εξετάζεται χωριστά. 
Μέλι της φθινοπωρινής ερείκης (σουσούρας): Από τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά ξεχωρίζουν είναι οι τιμές υγρασίας που είναι συγκριτικά με άλλες κατηγορίες μελιού υψηλές. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνουν το όριο των αγορανομικών διατάξεων (20%). Η υπέρβαση αυτή γίνεται δεκτή από τις αγορανομικές διατάξεις ως ιδιομορφία κατ’ εξαίρεση για το ερεικόμελο. Η ηλεκτρική αγωγιμότητα είναι επίσης σχετικά υψηλή και βρίσκεται ανάμεσα στις τιμές των ανθόμελων και των δασόμελων, γεγονός που επιτρέπει τη διάκριση του ερεικόμελου από τα άλλα ανθόμελα. Το χρώμα του φθινοπωρινού ερικόμελου είναι κοκκινωπό, η γεύση και το άρωμά του χαρακτηριστική. Λόγω της φυσικής περιεκτικότητάς του σε γλυκόζη, κρυσταλλώνει πολύ γρήγορα (1-3 μήνες), γι’ αυτό και δεν προσφέρεται για ανάμιξη με άλλα μέλια και δημιουργία εμπορικών τύπων (χαρμάνια). Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί ξινίζει πιο εύκολα από τα άλλα είδη μελιών λόγω της υψηλής του υγρασίας και της μεγάλης του περιεκτικότητας σε σακχαρομύκητες.  
Ανοιξιάτικο μέλι ερείκης: Το ανοιξιάτικο ρεικίσιο μέλι, σε σχέση με το φθινοπωρινό, είναι ανοιχτόχρωμο, έχει διαφορετική γεύση και χαρακτηρίζεται από υψηλότερη συγκέντρωση γλυκόζης, που σε πολλές περιπτώσεις κυμαίνεται υψηλότερα από την συγκέντρωση της φρουκτόζης.  
Μέλι ροδόδενδρου: Είναι, από την Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα, γνωστή η ιστορία των «μυρίων» που δηλητηριάστηκαν από μέλι το οποίο, όπως αποδείχθηκε, προερχόταν από ένα είδος Ροδόδενδρου. Υπάρχουν περίπου 400 είδη Ροδόδενδρου. Στην Ελλάδα συναντώνται κυρίως η Αζαλέα, η Κάλμια και η Ασκληπιάς. Το μέλι που προέρχεται από τα φυτά αυτά, πριν ωριμάσει περιέχει την ουσία ανδρομεδοτοξίνη, η οποία είναι τοξική τόσο για τις μέλισσες όσο και για τον άνθρωπο. Όταν το μέλι ωριμάσει πλήρως, η τοξικότητα της ουσίας αυτής εξαφανίζεται. Πιστεύεται ότι η δηλητηρίαση των «μυρίων» οφείλεται στην κατανάλωση ανώριμου μελιού ροδόδενδρου, που πάρθηκε από κηρήθρες πριν σφραγιστού. Τα αμιγή ερεικόμελα έχουν ποσοστά γυρεόκοκκων ερείκης που ξεπερνούν το 80% και σε μερικές περιπτώσεις φτάνουν το 90%.


-->


ΜΕΛΙ ΗΛΙΑΝΘΟΥ
Ο ηλίανθος καταλαμβάνει σημαντικές καλλιεργούμενες εκτάσεις στη χώρα μας  και δίνει μεγάλη παραγωγή μελιού. Σε μέτριες χρονιές ένα μελίσσι μπορεί να συλλέξει από 2,4 έως και 15 κιλά μελιού ηλίανθου, με δυνατότητα μέχρι και 40 κιλά. Στα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του ηλίανθου  επισημαίνεται το υψηλό ποσοστό υγρασίας που συμβάλλει στο γρήγορο ξίνισμα του προϊόντος, η χαμηλή συγκέντρωση διαστάσης που το κάνει ευαίσθητο στην θέρμανση και οι υψηλές συγκεντρώσεις γλυκόζης που είναι η αιτία της γρήγορης και ανομοιόμορφης κρυστάλλωσής του μελιού αυτής της κατηγορίας. Το μέλι ηλίανθου είναι πλούσιο σε πολυφαινόλες, οι οποίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατροφή μας. Επειδή κρυσταλλώνει γρήγορα και έχει βουτυρώδη γεύση, προσφέρεται για λεπτοκρυστάλλωση. Στα Ελληνικά αμιγή μέλια ηλίανθου, το ποσοστό γυρεόκοκκων ηλίανθου κυμαίνονται από 21,1% έως 81,7%.

ΜΕΛΙ ΒΑΜΒΑΚΙΟΥ (ΒΑΜΒΑΚΟΜΕΛΟ)
Το μέλι βαμβακιού είναι μία από τις αμιγείς κατηγορίες μελιού που παράγει η Ελλάδα σε μεγάλες ποσότητες. Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή του περιορίστηκε σημαντικά λόγω των μεγάλων απωλειών μελισσών που προκαλούνται στα μελίσσια από τα φυτοφάρμακα, καθώς και από τις μικρές αποδόσεις νέκταρος των νέων καλλιεργούμενων αυτογόνιμων ποικιλιών βαμβακιού. Οι μέλισσες συλλέγουν νέκταρ από τα ανθικά και εξωανθικά νεκτάρια του φυτού του βαμβακιού, καθώς και το μελίτωμα που εκκρίνουν διάφορα έντομα που παρασιτούν την καλλιέργεια (αφίδες, αλευρώδεις, μερικά Ημίπτερα κ.α.). Συχνά οι μέλισσες δείχνουν προτίμηση στα εξωανθικά νεκτάρια και τα μελιτώματα που είναι πλουσιότερα σε σάκχαρα. Στο μέλι βαμβακιού που προέρχεται από μελιτώματα, το χρώμα είναι ανοικτόχρωμο και όταν κρυσταλλώνει γίνεται σχεδόν άχρωμο, σε αντίθεση με τα τυπικά μέλια μελιτωμάτων που είναι σκοτεινόχρωμα. Διακρίνεται από το ανθόμελο από την υψηλή ηλεκτρική αγωγιμότητα που παρουσιάζει και τη φτωχή περιεκτικότητά του σε γυρεόκοκκους βαμβακιού, που μόλις φτάνουν το 2%-7%. 
Το μέλι από μελιτώματα βαμβακιού μερικές φορές δεν έχει ιδιαίτερα καλή γεύση. Το βαμβακόμελο που προέρχεται από το άνθος είναι επίσης ανοιχτόχρωμο και όταν κρυσταλλώσει γίνεται γαλακτόχρωμο. Η γεύση του είναι χαρακτηριστική βουτυρώδης. Το βαμβακόμελο έχει την υψηλότερη βακτηριοκτόνο δράση από όλα τα άλλα μέλια, αφού είναι το πλουσιότερο σε υπεροξείδιο του υδρογόνου και προσφέρεται για αναμίξεις με βασιλικό πολτό, καλλυντικά, είδη υγιεινής διατροφής κ.α., με την προϋπόθεση να μην έχει ζεσταθεί. Το μέλι βαμβακιού κατατάσσεται και αυτό στις κατηγορίες εκείνες των μελιών που είναι φτωχά σε ποσοστά κυρίαρχων γυρεοκόκκων. Τα αμιγή Ελληνικά μέλια με οργανοληπτικά και φυσικοχημικά χαρακτηριστικά μελιού από βαμβάκι, είχαν ποσοστά γυρεοκκόκων από 3% έως 45%, ενώ βρέθηκαν συνοδευτικοί γυρεόκοκκοι ερείκης.

ΜΕΛΙ ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΩΝ
Το μέλι εσπεριδοειδών είναι αρωματικό, με ιδιαίτερα καλά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και με γρήγορο ρυθμό κρυστάλλωσης. Χαρακτηριστικό της αμιγούς αυτής κατηγορίας μελιού, είναι η χαμηλή φυσική περιεκτικότητα στο ένζυμο διαστάση. Οι αγορανομικές διατάξεις αναγνωρίζουν την ιδιαιτερότητα αυτή και δέχονται ως όριο διαστάσης για το μέλι εσπεριδοειδών το 3 DU, με τον όρο όμως η HMF να μην υπερβαίνει το 15 mg/Kg. Ο περιορισμός των 15 mg/Kg της HMF, αδικεί το μέλι πορτοκαλιάς, γιατί με την παλαίωση ή την περιορισμένη, εύκολα η HMF μπορεί να ξεπεράσει το όριο και το προϊόν να βρεθεί στην κατηγορία των «βιομηχανικών» μελιών, μολονότι δέχτηκε λιγότερη θερμική επεξεργασία από άλλα κανονικά μέλια. Το μέλι πορτοκαλιάς είναι άλλο ένα μέλι που κατατάσσεται στις κατηγορίες εκείνες των μελιών που είναι φτωχά σε ποσοστά κυρίαρχων γυρεόκοκκων. Τα ποσοστά γυρεόκοκκων πορτοκαλιάς που βρέθηκαν στα Ελληνικά μέλια πορτοκαλιάς, κυμαίνονται από 7,3% έως 14,1%.

jeudi 5 avril 2012

Φωτογραφική περιήγηση στον κόσμο του δάκου!








-->


-->



Θηλικό ακμαίο

Αρσενικό ακμαίο



Μια προσβολή του δάκου στους καρπούς της ελιάς



Στοά στην σάρκα του καρπού

-->


-->





Ο δάκος έχει εντοπιστεί σ' αυτές τις περιοχές

Μερικά εντομοπαγίδα για την καταπελέμηση του δάκου