vendredi 30 novembre 2012

Σημασία παραμέτρων χημικής ανάλυσης ενός μελιού και τα όρια τους

Μέλι

Η χημική ανάλυση του μελιού γίνεται στα παρακάτω παράμετρα σημασία των οποίων θα ασχοληθούμε σήμερα.

Υγρασία

Η υγρασία μελιού είναι το ποιοτικό κριτήριο που καθορίζει την ικανότητα του μελιού να παραμείνει σταθερό και την αντοχή του στην ζύμωση, όσο υψηλότερη είναι η υγρασία, τόσο υψηλότερη η πιθανότητα το μέλι να ζυμώνεται κατά την αποθήκευση. Όσο πολύ χαμηλή υγρασία τόσο δύσκολος ο χειρισμός του(κρυσταλλοποίηση). Το όριο είναι 17% ή μέχρι 22% για βιομηχανικό μέλι

Αγωγιμότητα

  1. Αυτή η μέτρηση εξαρτάται από την τέφρα ή ξηρή ουσία και τα οξέα που περιέχει το μέλι: όσο υψηλότερα τα έχει, τόσο υψηλότερη η προκύπτουσα αγωγιμότητα.
  2. Η αγωγιμότητα είναι ένα καλό κριτήριο βοτανικής προέλευσης του μελιού. Ένα χαμηλότερο όριο έχει παρατηρηθεί για το μέλι από άνθος. Οι εξαιρέσεις πρέπει να γίνουν για μερικά

Ξηρή ουσία

  1. Η περιεκτικότητα σε τέφρα είναι ένα ποιοτικό κριτήριο για την προέλευση μελιού, τα μέλια ανθών έχουν μια χαμηλότερη περιεκτικότητα σε τέφρα.
  2. Είναι τα μέταλλα(κυρίως του Κ) και τα αδιάλυτα στο νερό συστατικά.
  3. Η περιεκτικότητα σε τέφρα είναι ένα ποιοτικό κριτήριο για την προέλευση μελιού, τα μέλια ανθών έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε τέφρα από εκείνα από τα μελιτώματα.

PH

  1. Tο PH του μελιού είναι όξινο, γεγονός που επίσης δεν επιτρέπει στους μικροοργανισμούς να αναπτυχθούν στο μέλι.Τα οξέα του μελιού καθορίζουν το PH αυτού, το οποίο είναι όξινο και κυμαίνεται από 3,3 έως 5,9.
  2. Κύριο οξύ του μελιού είναι το γλυκονικό, το οποίο σχηματίζεται από την επίδραση του ενζύμου οξειδάση στη γλυκόζη. Κατά την αντίδραση αυτή δημιουργείται υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2, οξυζενέ) ,στο οποίο οφείλεται μεγάλο μέρος της αντιβακτηριακής δράσης που έχει το μέλι.

HMF(hydroxymethylfurfural) υδροξυμεθυλοφουρφουράλη

  1. Προϊόν διάσπασης της φρουκτόζης κατά την θέρμανση και την παλαίωση,Τα ίδια αποτελέσματα φέρνει στο μέλι και η μακροχρόνια αποθήκευση σε θερμοκρασία δωματίου έτσι χρησιμοποιείται ως δείκτης θέρμανσης και παλαίωσης
  2. Είναι μια ένδειξη της γήρανσης του μελιού. Αυτή η ουσία είναι σχεδόν ανύπαρκτο στο φυσικό μέλι. Η παραγωγή της επιταχύνεται έντονα κατά τη διάρκεια της θέρμανσης του μελιού. Η παραγωγή της είναι εξαρτώμενη στην οξύτητα του μελιού: όσο μεγαλύτερη οξύτητα του μελιού τόσο η παραγωγή HMF είναι γρήγορη. Πέρα από 40 mg/kg, το μέλι δεν μπορεί πια να διατεθεί στην αγορά παρά μόνο ως βιομηχανικό μέλι. Ένα μέλι δεν θα πρέπει ποτέ να υπερβεί τα 10 mg/kg HMF.

Proline(προλίνη)

Είναι ένα αμινοξύ, αφθονότερο του μελιού, το οποίο χρησιμοποιείται επίσης σαν δείκτης ποιότητας, η περιεκτικότητα της χρησιμοποιείται ως κριτήριο ωριμότητας μελιού και σε μερικές περιπτώσεις ως κριτήριο νόθευσης με ζάχαρη.

diastase(Διαστάση)

Ένζυμο που υδρολύει το άμυλο, χρησιμοποιείται για εντοπισμό νοθείας του μελιού η μεταροπή από τη μέλισσα των νέκταρ και των μελιτωμάτων σε μέλι γίνεται χάρη κάποιων ενζύμων: αμυλάσεις ή διαστάσεις. ενζυματική παρουσία στο μέλι εξαρτάται από την προέλευσης του μελιού και της μεταχείρισης που έχει υποβληθεί. Η ζέστη καταστρέφει τα ένζυμα. Εκτός από κάποια φυσικά φτωχά μέλια στα ένζυμα, η ενζυματική δραστηριότητα πρέπει να είναι τουλάχιστον των 8 .

Καλένγκ Μουανγκάλ
Γεωπόνος - ΓΠΑ

jeudi 29 novembre 2012

Πρακτικές και εύκολες δοκιμές της νοθείας στο μέλι

Νοθευμένο μέλι

Η μελάσα (σάκχαρα και νερό) είναι ένα άλλο υλικό που χρησιμοποιείται μερικές φορές στην νοθεία του μελιού. Εάν ένα φιτίλι βαμβακιού βυθίζεται στο καθαρό μέλι, και το ανάβεις, το μέλι καίγεται εύκολα. Εντούτοις, εάν αυτή η δοκιμή γίνεται με το αλλοιωμένο μέλι, η παρουσία νερού στο μέλι δεν επιτρέπει στο μέλι για να καίγεται, έτσι θα παραγάγει έναν ήχο τριξίματος.

Το νοθευμένο μέλι είναι λιγότερο πυκνό και έχει αρκετή υγρασία. Αν μια σταγόνα μελιού βουτηγμένη σε κρύο νερό παραμένει συγκρατημένη και δε διαλυθεί αμέσως, τότε το πιθανότερο είναι να πρόκειται για καθαρό μέλι. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί καλύτερα κοιτάζοντας προς το φως. Αν οι άκρες της σταγόνας αρχίζουν να ανοίγουν κατά τη βύθιση στο νερό, τότε το μέλι πολύ πιθανό να έχει νοθευτεί με ουσίες με αρκετή υγρασία.
Για την ακρίβεια σε ένα ποτήρι κρύο νερό:

α) το καθαρό μέλι χύνεται στον πυθμένα χωρίς να διαλύεται εύκολα.


β) και γμέλι αναμειγμένο με 70% σιρόπι ζάχαρης. Δε χύνεται όπως το μέλι και δημιουργεί αναταραχή και θόλωση σχεδόν στιγμιαία, ειδικά όταν ρίχνουμε μεγάλη ποσότητα και ανακινούμε ελαφρά το νερό. Το σιρόπι εναποθέτεται ανομοιόμορφα στον πάτο


δ) σε σκέτο σιρόπι ζάχαρης, η θόλωση είναι ακόμα πιο έντονη και δεν υπάρχει εμφανής εναπόθεση στον πάτο.

Το μέλι μπορεί επίσης να αλλοιωθεί με την προσθήκη ενός συγκεκριμένου ποσού αλευριού ή αμύλου, με σκοπό την αύξηση του βάρους και την λευκότητα του. Αυτού του είδους νοθεία μπορεί να ανιχνευθεί εύκολα με τη μίξη του μελιού με λίγο κρύο νερό. Εάν το μέλι περιέχει το αλεύρι ή το άμυλο, θα πέσουν στο πάτο του σκεύους, ενώ το ίδιο το μέλι διαλύει γρήγορα. Όταν το μέλι που αναμίχθηκε με το αλεύρι ή το άμυλο θερμανθεί, το μέλι υγροποιείται στην αρχή, και όταν ψυχθεί γίνεται πιο σκληρό.

Η προσθήκη της εμπορικής γλυκόζης στο μέλι μπορεί να ανιχνευθεί με μια δοκιμή ιωδίου. Ένα μικρό δείγμα του μελιού είναι αραιωμένο σε ίσο ποσό νερού. 1g ιώδιο και 3g του ιωδιούχου καλίου αναμιγνύονται με 50ml νερού και αυτό το διάλυμα προστίθεται έπειτα στο αραιωμένο μέλι. Εάν το μέλι περιέχει την εμπορική γλυκόζη, το μείγμα θα γίνει κόκκινο ή ιώδες λόγω της παρουσίας αποκαλούμενων κόκκινες δεξτρίνες που βρίσκονται σε τεχνητό προϊόν γλυκόζης.

Σε κάθε περίπτωση πάντως αν υπάρχει ένα ύποπτο μέλι, ειδικά όταν πρόκειται για μεγάλες ποσότητες (που σημαίνει μεγάλο κόστος) θα πρέπει να μένει χωριστά από άλλα μέλια μέχρι να γίνουν ακριβή τεστ σε κάποιο εργαστήριο ποιοτικού ελέγχου και χημικών αναλύσεων, με γνώσεις στα μελισσοκομικά προϊόντα.
Προσοχή λοιπόν στο τι πληρώνουμε και τι παίρνουμε.
Και να ξέρεται πως το Ελληνικό μέλι είναι το καλύτερο



Καλένγκ Μουανγκάλ
Γεωπόνος - ΓΠΑ

mercredi 7 novembre 2012

φωτογραφίες των βασικών εχθρών της ελιάς


ανοίξτε τον κάτω σύνδεσμο για να δείτε φωτογραφίες των βασικών εχθρών της ελιάς:


Σύνδεσμος
https://plus.google.com/photos/111534130314150270918/albums/5808074779396725505



Καλένγκ Μουανγκάλ
Γεωπόνος - ΓΠΑ

Οξύτητα του ελαιολάδου

Οξύτητα του ελαιολάδου

Εισαγωγικά

Το ελαιόλαδο είναι μίγμα εστέρων της γλυκερίνης με οργανικά (λιπαρά) οξέα, κυρίως ελαϊκό (ακόρεστο), στεατικό και παλμιτικό (κορεσμένα). Οι εστέρες αυτοί, λόγω υδρόλυσης, διασπώνται εν μέρει σε γλυκερίνη και ελεύθερα οξέα. Η παρουσία ελεύθερων οξέων μειώνει την ποιότητα του ελαιολάδου.
Κύριος δείκτης ποιότητας του ελαιολάδου, αλλά και των άλλων λιπαρών ουσιών, είναι ο αριθμός υπεροξειδίου, που είναι το μέτρο του βαθμού της ταγγίσεώς του και στη βιομηχανία χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την οξύτητα. Όμως στο εμπόριο ελαιολάδου έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται ως δείκτης ποιότητας η ογκομετρουμένη οξύτητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι ο προσδιορισμός της ογκομετρουμένης οξύτητας στο ελαιόλαδο είναι πολύ πιο εύκολος από τον προσδιορισμό του αριθμού υπεροξειδίου. Η επί τοις 100 κατά βάρος περιεκτικότητα του ελαιολάδου σε ελεύθερα οξέα ονομάζεται οξύτητα. Όταν στην ετικέτα του ελαιολάδου που αγοράζουμε αναγράφεται π. χ. οξύτητα 0,5 % κ. β. (5 γραμμές κατά τον παραγωγό ) αυτό σημαίνει ότι σε 100 g του ελαιολάδου, περιέχονται 0,5 g ελεύθερων λιπαρών οξέων.
Επειδή τα λιπαρά οξέα που περιέχονται σε κάθε δείγμα ελαιολάδου ποικίλουν ποιοτικά και ποσοτικά, για τον προσδιορισμό της οξύτητας του ελαιολάδου δεχόμαστε ότι η συνολική ποσότητα των ελεύθερων λιπαρών του οξέων υπάρχει αποκλειστικά με τη μορφή του ελαϊκού οξέος, CH3(CH2)7CH=CH(CH2)7COOH ή πιο απλά C17H33COOH (Μ=282).
Για τον προσδιορισμό της ποσότητας των οξέων στο δείγμα του ελαιολάδου χρησιμοποιείται η μέθοδος της ογκομέτρησης εξουδετέρωσης. Το δείγμα διαλύεται αρχικά σε μίγμα αιθανόλης – αιθέρα και στη συνέχεια ογκομετρείται με πρότυπο διάλυμα NaOH και δείκτη φαινολοφθαλεΐνη.
-->

Διαδικασία

Α. Στο χημικό εργαστήριο

Ζυγίζουμε m = 10g ελαιολάδου μέσα σε κωνική φιάλη. Προσθέτουμε 25 ml αιθανόλης, 25 ml αιθέρα, και σταγόνες φαινολοφθαλεΐνης. Ανακατεύουμε καλά για τη διάλυση του ελαιολάδου και το ογκομετρούμε με διάλυμα ΝaΟΗ γνωστής μοριακότητας C (0,1Μ) μέχρι να εμφανιστεί το ρόδινο χρώμα στο διάλυμα.
Αν καταναλώθηκαν V ml από το διάλυμα του ΝaΟΗ τότε η οξύτητα του ελαιολάδου σε ελαϊκό υπολογίζεται ως εξής:
C17H33COOH + ΝaΟΗ → C17H33COOΝa + H2O
n (mmol) οξέος = n (mmol) βάσης = C . V
mελαϊκού = C . V . 10-3. 282 = 0,282C . V g
Οξύτητα % = (100 . 0,282 . C . V) / m = (28,3 . C . V) / m (g ελαϊκού / 100g ελαιολάδου)

Β. Στα ελαιοτριβεία και το εμπόριο

Στα ελαιοτριβεία και στο εμπόριο χρησιμοποιούνται:
  • Ειδική μεζούρα για τη μέτρηση όγκου 11mL που αντιστοιχούν σε 10g δείγματος (11mL x 0,916 g/mL = 10 g).
  • Ως διαλύτης συνήθως μόνο αιθανόλη.
  • Έτοιμο τυποποιημένο διάλυμα NaOH 0,357 M. (H συγκέντρωση ΝaΟΗ είναι τέτοια που για κάθε mL που χρησιμοποιείται , για 10g δείγματος λαδιού, να αντιστοιχεί οξύτητα ενός βαθμού. Αυτό υπολογίζεται από την (1) με x = 1% , V = 1 mL, m =10 g και προκύπτει για το διάλυμα NaOH συγκέντρωση 0,357 Μ).
-->

Ποιότητες ελαιολάδου

  1. Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο : είναι παρθένο ελαιόλαδο, δηλ. ελαιόλαδο που έχει παραχθεί μόνο με φυσικές και μηχανικές διαδικασίες, με τέλειο άρωμα και γεύση, με ελεύθερη οξύτητα όχι μεγαλύτερη από 0,8% και με άλλα χαρακτηριστικά σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται στον Κανονισμό 2568/91 της Κοινότητας.
  2. Παρθένο ελαιόλαδο : είναι παρθένο ελαιόλαδο, δηλ. ελαιόλαδο που έχει παραχθεί μόνο με φυσικές και μηχανικές διαδικασίες, με καλά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, με ελεύθερη οξύτητα όχι μεγαλύτερη από 2,0% και με άλλα χαρακτηριστικά σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται στον Κανονισμό 2568/91 της Κοινότητας.
  3. Ελαιόλαδο : είναι το μείγμα εξευγενισμένου ελαιολάδου και βρώσιμου παρθένου ελαιολάδου με οξύτητα όχι μεγαλύτερη από 1,5%. Το εξευγενισμένο ελαιόλαδο παραλαμβάνεται με εξευγενισμό (εξουδετέρωση, απόσμηση, αποχρωματισμό) του μειονεκτικού παρθένου ελαιολάδου.
  4. Πυρηνέλαιο : είναι το μείγμα εξευγενισμένου πυρηνελαίου και βρώσιμου παρθένου ελαιολάδου με οξύτητα όχι μεγαλύτερη από 1,5%. Το εξευγενισμένο πυρηνέλαιο παραλαμβάνεται με εξευγενισμό του ακατέργαστου πυρηνελαίου.


Καλένγκ Μουανγκάλ
Γεωπόνος - ΓΠΑ

mardi 6 novembre 2012

Αλατούχα εδάφη, Aλατούχα-νατριωμένα και Νατριωμένα εδάφη, Όξινα εδάφη

Προβληματικά εδάφη


Αλατούχα εδάφη
Aλατούχα-νατριωμένα και Νατριωμένα εδάφη
Όξινα εδάφη

Αλατούχα εδάφη


Αλατούχα θεωρούνται τα εδάφη που έχουν αγωγιμότητα του νερού του εδαφικού διαλύματος ECe μεγαλύτερη από 2 dS m-1. Τέτοια εδάφη έχουν πολλά προβλήματα για τις καλλιέργειες και χρειάζονται βελτίωση.
Δημιουργούνται κυρίως για 2 λόγους:
  • Λόγω τοπογραφίας
  • Λόγω αρδευτικού νερού

Τα προβλήματα που προκαλούν τα αλατούχα εδάφη είναι τα εξής:
  • Μείωση παραγωγικότητας εδαφών
  • Μείωση της διηθητικότητας των εδαφών – δυσμενείς φυσικές ιδιότητες
  • Τοξικότητα αλάτων στις καλλιέργειες

Αλατούχα εδάφη λόγω τοπογραφίας

Ευπαθή είναι τα εδάφη, τα οποία είναι:
  • Σε δέλτα ποταμών: αυτά εμπλουτίζονται με άλατα λόγω της γειτνίασης με τη θάλασσα.
  • Χαμηλά στο ανάγλυφο: Συγκεντρώνονται τα απορρέοντα νερά, και όταν εξατμίζονται αφήνουν πίσω τους τα προηγουμένως διαλυμένα άλατα.
  • Μικρής διαπερατότητας (κυρίως αργιλώδη): Το νερό εξατμίζεται πιο γρήγορα από ότι διηθείται, έτσι τα διαλυμένα άλατα συμπυκνώνονται.

Αλατούχα εδάφη λόγω νερού άρδευσης

Το νερό άρδευσης για να μην προκαλέσει προβλήματα, θα πρέπει να έχει ECw έως 2 dS m-1 και SAR (σχέση προσρόφησης νατρίου) μέχρι 8 (mEq L-1) 1 / 2.
Πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η μέτρηση SAR υποτιμάει τη δραστηριότητα των ανθρακικών αλάτων στο νερό. Σε ουδέτερα προς αλκαλικά pΗ τα ιόντα HCO3- δημιουργούν σταθερά σύμπλοκα με τα ιόντα Ca2+ και έτσι μειώνουν τη δραστηριότητα των Ca2+ στο νερό.
Ποιες συνθήκες οδηγούν στην αλάτωση
  • Κακό νερό άρδευσης
  • Κακή αποστράγγιση ώστε τα άλατα να ξεπλένονται
Για να προστεθεί αλάτι στο έδαφος θα πρέπει:
Dw * ECw > Dwd * ECwd
όπου Dw είναι η ποσότητα του νερού άρδευσης, ECw η αγωγιμότητα του νερού άρδευσης, Dwd η ποσότητα του νερού στράγγισης και ECwd η αγωγιμότητα του νερού στράγγισης.
Άρα τελικά στο εδαφικό διάλυμα ισχύει ότι
Dw * ECw – Dwd * ECwd
ΔECe = H * SP * ρ
όπου ΔECe είναι η μεταβολή της αγωγιμότητας του εδαφικού διαλύματος, H είναι το βάθος του εδάφους (cm), SP ο κορεσμός του εδάφους σε νερό (g 100g-1) και ρ το φαινόμενο ειδικό βάρος του εδάφους (g cm-3).
Φαίνεται ότι αν η ποσότητα του νερού στράγγισης αυξηθεί (δηλαδή αν γίνει καλή στράγγιση) η αγωγιμότητα του εδαφικού διαλύματος θα μειωθεί.
Κλάσμα στράγγισης
Είναι η ποσότητα νερού άρδευσης που χρησιμοποιείται για τη στράγγιση των αλάτων. δηλαδή το 15% του νερού άρδευσης να προορίζεται για το ξέπλυμα των αλάτων.

Αλατούχα-νατριωμένα και νατριωμένα εδάφη


Γενικά

Ca + Na+ = Na + Ca2+
Αν έχουμε αλάτωση του εδάφους, δηλαδή συμπύκνωση του εδαφικού διαλύματος αυτή η εξίσωση θα χωρίσει δεξιά. Τα Ca2+ θα χαθούν (θα δημιουργήσουν στερεές επιφάνειες με ανθρακικές ή θειϊκές ρίζες και θα καθιζάνουν ή αν βρέξει θα ξεπλυθούν). Έτσι πλουτίζεται η στερεή φάση σε Να+.
ESP ονομάζεται το ποσοστό κορεσμού του εδάφους σε Νa+ επί του ποσοστού του συνόλου των εναλλακτικών κατιόντων του εδάφους. Όταν ένα έδαφος έχει ESP > 15% τότε λέγεται νατριωμένο.
Έτσι έχουμε τα στοιχεία του κάτω Πίνακα: Προβληματικά εδάφη .
ΕCw
dSm-1
ESP
%
pH Φυσικές Ιδιότητες Χημικές Ιδιότητες
Αλατούχα > 2 < 15 Eλαφρώς Αλκαλικό Διηθητικότητα Γονιμότητα
Αλατούχα-Νατριωμένα > 2 > 15 8,5 Όχι σίγουρο Γονιμότητα
Νατριωμένα < 2 > 15 8,5 – 10 Διηθητικότητα Γονιμότητα

Βελτίωση Αλατούχων-νατριωμένων και νατριωμένων εδαφών

Αυτό που πρέπει να αλλάξει σε αυτά τα εδάφη είναι:

  1. Η συγκέντρωση των αλάτων (εναλλακτικά και εδαφικού διαλύματος) να μειωθεί
  2. Η υψηλή υπόγεια στάθμη να ταπεινωθεί
  3. Η συγκέντρωση του Na+ σε έδαφος και εδαφικό διάλυμα να μειωθεί
  4. Η διηθητικότητα του εδάφους να αυξηθεί

Για την επίτευξη των 1 και 2 συζητήσαμε παραπάνω. Το 4 θα γίνει όταν επιτύχουμε στα 1, 2 και 3. Μένει, λοιπόν, να πούμε για το 3. Για να πετύχουμε το 3 εφαρμόζουμε γύψο στο έδαφος, ώστε να έχουμε ανταλλαγή Ca2+ και Na+ στις εδαφικές επιφάνειες. Έχουμε λοιπόν:
Na2 + CaSO4.2H2O = Ca + Na2SO4.2H2O
Αυτό πρέπει να γίνεται με ταυτόχρονη έκπλυση για να ξεπλένεται το Na2SO4.2H2O και η αντίδραση να χωρεί συνέχεια δεξιά.

Όξινα εδάφη


Γενικά

Όλα τα εδάφη κινδυνεύουν από οξίνιση. Όπου υπάρχει βροχή και έκπλυση αυτή η περίπτωση είναι πιθανή. Ιδίως με την ατμοσφαιρική ρύπανση, οι τάσεις αύξησης της οξίνισης των εδαφών συνεχώς αυξάνονται.

pH - Aνασκόπηση θεωρίας

Οξέα είναι οι ουσίες που δίνουν πρωτόνια:
Οξύ = Βάση + Η+
Για παράδειγμα:
HCl = Cl- + H+

Ρυθμιστική ικανότητα και εδαφικό pH

Ρυθμιστική ικανότητα είναι η ποσότητα (σε mol L-1) ενός οξέος ή μιας βάσης που χρειάζεται για να αλλάξει το pH ενός διαλύματος όγκου 1 L κατά 1 μονάδα. H ρυθμιστική ικανότητα του εδάφους εξαρτάται από αρκετές εδαφικές διεργασίες:

  1. Αντιδράσεις οξέων με ανθρακικά άλατα του Ca2+ και Mg2+ .
  2. Ανταλλαγή κατιόντων .
  3. Αντιδράσεις οργανικής ουσίας. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μειώνεται το αρνητικό φορτίο της οργανικής ουσίας καθώς το pH πέφτει.
  4. Αντιδράσεις με οξείδια (πχ. αλουμινίου)
    Αποτέλεσμα αυτού είναι να αυξάνεται το θετικό φορτίο (ή το αρνητικό φορτίο γίνεται θετικό) των οξειδίων καθώς το pH πέφτει.
  5. Υδρόλυση ορυκτών

Βαθμός κορεσμού σε βάσεις (ΒΚΒ)

Τα Ca2+, Mg2+, K+ και Na+ λέγονται βασικά κατιόντα . Τα Al3+, AlOH2+ και H+ λέγονται όξινα κατιόντα .
Όταν έχουμε ΒΚΒ › 80% τότε το έδαφος έχει pH περίπου 8

Διαδικασίες οξίνισης

  • Οξέα στα νερά της βροχής: H2CO3, HNO3, H2SO4, HCl
  • Oξέα ατμόσφαιρας που προέρχονται από ρύπανση. Στο εδαφικό διάλυμα:
    CO2+ H2O = H2CO3
    SO2 + H2O = H2SO3 → H2SO4 (με προσθήκη Ο)
    SO3 + H2O = H2SO4
  • Χημικά (πχ. λιπάσματα) που δημιουργούν οξύτητα. Στο έδαφος:
    NH3 + 3O → NO2- + H+ + H2O
    NH4+ + 3O → NO2- + 2H+ + H2O
    το οποίο ακολουθείται από
    ΗΝO2 + O → HNO3
  • Στα φυτά: Αν οι ρίζες απορροφήσουν βασικά κατιόντα > ανιόντα, τότε το pH πέφτει. Αν οι ρίζες απορροφήσουν βασικά κατιόντα < ανιόντα, τότε το pH αυξάνεται. (Τα παραπάνω δεν ισχύουν αν η φυτομάζα επανέρχεται στο έδαφος). Αυτό, αν και είναι μηχανισμός αρνητικής ανάδρασης των οικοσυστημάτων, θα προκαλέσει απότομη οξίνιση στα εδάφη σε περίπτωση αλλαγής χρήσης γης από δάσος σε γεωργία.
  • Οξειδοαναγωγικές διαδικασίες: Ισχύει ότι όταν έχουμε οξείδωση έχουμε πτώση του pH, ενώ με αναγωγή έχουμε αύξηση του pH. (Να ένας ακόμα λόγος για τον οποίο όταν ανεβεί η στάθμη των υπόγειων υδροφορέων, και άρα έχουμε αλάτωση, έχουμε και άνοδο του εδαφικού pH). Αυτό γίνεται με όλα τα λιπάσματα αμμωνίας και ουρίας.

Ποιες αρνητικές επιδράσεις έχουν τα όξινα εδάφη

Οξίνιση δηλαδή υψηλά Η+ στο εδαφικό διάλυμα προκαλεί μια προσρόφηση Η+ στο έδαφος. Τα βασικά κατιόντα περνάνε στο εδαφικό διάλυμα στην συνέχεια τα βασικά κατιόντα χάνονται μη αντιστρεπτά από το έδαφος είτε με έκπλυση είτε με απορρόφηση από τα φυτά όποτε μειώνεται και η γονιμότητα των εδαφών

Βελτίωση όξινων εδαφών

Γίνεται με εφαρμογή ασβέστη στο έδαφος. Υλικά ασβέστωσης είναι κυρίως το CaCΟ3 και το CaO. Το πόσο ασβέστη θα εφαρμόσουμε εξαρτάται από τη ρυθμιστική ικανότητα του εδάφους.

Τελικά συμπεράσματα για τα προβληματικά εδάφη


Αν η χρήση γης αφεθεί ως έχει, αλλά στα εδάφη δεν γίνει καμιά άλλη ανθρωπογενής παρέμβαση, τότε:

  • Σε εύκρατα κλίματα θα έχουμε πορεία οξίνισης των εδαφών
  • Σε ξηρικά κλίματα θα έχουμε πορεία αλάτωσης και νατρίωσης των εδαφών